Κορυφαίο ευρωπαϊκό κίνημα της εποχής του βωβού κινηματογράφου, ο γερμανικός εξπρεσιονισμός με βασικούς εκπροσώπους του τον Φριτς Λανγκ, τον Γκ. Παμπστ και τον Φρίντριχ Μουρνάου, γεννήθηκε και άνθησε στη δεκαετία του 1920, αμέσως μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στη Γερμανία, σε ένα ταλαιπωρημένο Βερολίνο και μέσα σε μια στοιχειωμένη ατμόσφαιρα παρακμής και ζωντάνιας. Κοινό σημείο των περισσότερων από αυτές τις ταινίες ήταν ένας δύσφορος συνδυασμός τρόμου, πόνου και ομορφιάς.
Αν το σήμα κατατεθέν του Λανγκ ήταν το «Μ» και του Παμπστ η «Λόλα», ο Μουρνάου επρόκειτο να μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου ως ο «δημιουργός» της «επιδημίας» των κινηματογραφικών βαμπίρ. Ηταν το 1922, όταν η ταινία «Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου» χύμηξε στις κινηματογραφικές οθόνες προκαλώντας ανατριχίλα στους αθώους και ανυποψίαστους – ως προς την απεικόνιση του τρόμου – τότε, θεατές…
Στην ταινία του Μουρνάου, όπως και στις δύο που την ακολουθούν ως ριμέικ, τις «Νοσφεράτου» (1977) του Βέρνερ Χέρτσογκ και προσφάτως το «Νοσφεράτου» (2024) του Ρόμπερτ Εγκερς, που από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στις αίθουσες της χώρας μας, τρία είναι τα βασικά πρόσωπα.
Ενας μεσίτης, η γυναίκα του και ο κόμης Ορλοκ, τον οποίο ο πρώτος θα πρέπει να συναντήσει στον πύργο του στην Τρανσυλβανία για να κλείσει μαζί του τη συμφωνία αγοράς ενός σπιτιού στη Γερμανία. Οσο ο μεσίτης απουσιάζει, η γυναίκα του που έχει μείνει πίσω υπό την προστασία των φίλων του, δείχνει να ταλαιπωρείται από οράματα και μια όλο και πιο έντονη αίσθηση τρόμου, ότι απειλείται από μια άγνωστη δύναμη που ξεπερνά τον έλεγχό της.
Γοητευμένος από τη φιλοσοφική έννοια του υπερφυσικού, ο Μουρνάου θέλησε να εξετάσει τα σύνορα μεταξύ πραγματικού και φανταστικού με βασικό εργαλείο του την καινούργια μορφή Τέχνης, τον κινηματογράφο, που εκείνα τα χρόνια βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα.
Και ο κόμης Ορλοκ, ο Νοσφεράτου (που σημαίνει βαμπίρ), τον οποίο υποδύθηκε ο Μαξ Σρεκ, επρόκειτο να γίνει ο ξεναγός του σκηνοθέτη σε αυτή την οπερατική σύνθεση ρομαντισμού και θανάτου.
Ωστόσο, στην εποχή της δημιουργίας του πρώτου «Νοσφεράτου», υπήρξε μια παράμετρος η οποία στις μέρες μας δείχνει μάλλον ξεχασμένη παρότι πριν από έναν αιώνα είχε δημιουργήσει τεράστιο θόρυβο.
Η παράμετρος αυτή αφορά τα πνευματικά δικαιώματα που δεν πήρε ο «Νοσφεράτου» του Μουρνάου, σύμφωνα με τα οποία, ο κόμης Ορλοκ δεν θα έπρεπε να είναι καθόλου… ζωντανός. Ενώ οι τίτλοι της ταινίας όπως και το σενάριο πάνω στο οποίο γυρίστηκε αναφέρουν ότι ο Νοσφεράτου είναι βασισμένος στο κλασικό τρόμου του ιρλανδού συγγραφέα Μπραμ Στόκερ «Δράκουλας», οι γερμανοί παραγωγοί δεν ζήτησαν να τους χορηγηθεί άδεια.
Η κλοπή
Ο Φ. Γ. Μουρνάου, εγκέφαλος της δημιουργίας της ταινίας του 1922, είχε υπάρξει ηθοποιός και καλλιτέχνης που αργότερα έγινε σκηνοθέτης. Λίγοι ίσως γνωρίζουν όμως ότι είχε διά βίου ενδιαφέρον για τον αποκρυφισμό και ότι στη δεκαετία του 1920 είχε παρασυρθεί σε έναν κύκλο αποκρυφισμού του Βερολίνου με επικεφαλής τον Αλμπιν Γκράου.
Ο Γκράου ήταν που ανέλαβε την παραγωγή του Νοσφεράτου και είχε την ευθύνη για μεγάλο μέρος της εμφάνισης, της αίσθησης, των σκηνικών και των κοστουμιών της ταινίας. Ο ίδιος ο Γκράου, αργότερα, ανέφερε ότι είχε εκείνος πρώτος την ιδέα για την ταινία και ότι αυτή η ιδέα προέκυψε κατά τη διάρκεια της θητείας του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν συνάντησε έναν σέρβο αγρότη που του είπε ότι ο πατέρας του ήταν βρικόλακας.
Από τη δική του πλευρά ο Μουρνάου ήταν αρκετά πονηρός.
Ο «Νοσφεράτου» δεν ήταν η πρώτη του κλοπή. Το 1920 είχε «τσιμπήσει» την ιστορία του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον «Δόκτωρ Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ» για τη δική του ταινία, «The Head of Janus», με πρωταγωνιστή τον Κόνραντ Βέιντ. Για μια ακόμη φορά δεν είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα από την περιουσία του συγγραφέα. Σε κάθε περίπτωση, ο «Νοσφεράτου» γυρίστηκε και η πρεμιέρα του στο Βερολίνο στέφθηκε με επιτυχία. Η κριτική αντιμετώπισε το έργο ως αριστούργημα και το κοινό έμεινε αποσβολωμένο από την άλλη διάσταση του κινηματογραφικού τρόμου που η ταινία έβγαζε.
Η μήνυση
Και μετά ήρθε η μήνυση και μάλιστα από νομική φίρμα στο ίδιο το Βερολίνο.
Η ιστορία έχει ως εξής: ο Μπραμ Στόκερ, που άφησε την τελευταία του πνοή το 1912, υπήρξε άκρως σχολαστικός σε ό,τι αφορούσε τα πνευματικά δικαιώματα του εμβληματικού – όπως απεδείχθη – μυθιστορήματός του. Οκτώ ημέρες πριν από την έκδοση του «Δράκουλα», το 1897, είχε οργανώσει ακόμη και μια δραματική ανάγνωσή του στο Lyceum Theatre του Λονδίνου προκειμένου να εξασφαλίσει τα δικαιώματα της σκηνής.
Το 1922 όμως, η χήρα του συγγραφέα – αν και κάτοχος όλων των δικαιωμάτων του έργου του Στόκερ – δεν ήταν τόσο πλούσια, ώστε να μπει σε μια πολυδάπανη νομική διαδικασία, γυναίκα γιατί το μυθιστόρημα του συζύγου της δεν είχε ακόμα κάνει την αίσθηση που όλοι σήμερα γνωρίζουμε.
Η ιδέα μιας νομικής πρόκλησης σε μια ξένη χώρα, τη Γερμανία, ήταν για τη Φλόρενς Στόκερ μια δαπανηρή και επικίνδυνη προσπάθεια.
Είχε όμως βαθιά την επιθυμία να το κάνει και έτσι, με πολλή προσπάθεια, κατάφερε να πείσει την British Incorporated Society of Authors να αναθέσει την υπόθεση σε έναν δικηγόρο του Βερολίνου.
Το τι ακριβώς συνέβη στο δικαστήριο δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο διότι δεν έχουν διασωθεί αρχεία, όμως το βέβαιο είναι ότι έπειτα από περίπου επτά χρόνια νομικής διαμάχης, η πλευρά της Φλόρενς Στόκερ κέρδισε την υπόθεση.
Ως μέρος του διακανονισμού ήταν η καταστροφή κάθε κόπιας του «Νοσφεράτου», κάτι βεβαίως που δεν έγινε ποτέ. Το ότι αυτό δεν συνέβη οφείλεται στις πολλές εκτυπώσεις της ταινίας που είχαν ήδη διανεμηθεί σε όλο τον κόσμο.
Οπότε, κατά μία έννοια, και οι δύο πλευρές δικαιώθηκαν. Η Στόκερ κέρδισε την υπόθεση και ο Μουρνάου (και μαζί του όλος ο κόσμος) δεν έχασε τον «Νοσφεράτου».