Η σύλληψη της ιταλίδας δημοσιογράφου Τσετσίλια Σάλα στο Ιράν έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία και αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο. Η Σάλα, γνωστή για την κάλυψη συγκρούσεων και πολιτικών εξελίξεων, συνελήφθη στις 19 Δεκεμβρίου 2024 στην Τεχεράνη, όπου βρισκόταν με έγκυρη δημοσιογραφική βίζα για ρεπορτάζ. Κρατείται στη φυλακή Εβίν, γνωστή για την κράτηση πολιτικών κρατουμένων και αντιφρονούντων. Οι ιρανικές Αρχές την κατηγορούν για «παραβίαση των νόμων της Ισλαμικής Δημοκρατίας», χωρίς να παρέχουν συγκεκριμένες λεπτομέρειες για τις κατηγορίες.
Το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών καταβάλλει προσπάθειες για την αποσαφήνιση της νομικής κατάστασης της Σάλα και τη βελτίωση των συνθηκών κράτησής της. Η πρέσβης Πάολα Αμαντέι την επισκέφθηκε στη φυλακή, επιβεβαιώνοντας ότι είναι καλά στην υγεία της και ότι της επετράπη να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με την οικογένειά της.
Ο ιταλός υπουργός Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι δήλωσε ότι η υπόθεση είναι «περίπλοκη» και εξέφρασε την ελπίδα για γρήγορη επιστροφή της Σάλα στην Ιταλία. Παράλληλα, οργανώσεις όπως οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα και η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων εξέφρασαν ανησυχία για τις συνθήκες κράτησής της και ζήτησαν την άμεση απελευθέρωσή της.
Η σύλληψη της Σάλα ενδέχεται να συνδέεται με τη σύλληψη του ιρανοελβετού ειδικού σε drones Μοχάμαντ Αμπεντίνι-Νατζαφαμπάντι, στην Ιταλία, κατόπιν αιτήματος των ΗΠΑ. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το Ιράν ενδέχεται να χρησιμοποιεί τη Σάλα ως διαπραγματευτικό μέσο για πιθανή ανταλλαγή κρατουμένων.
Η Τσετσίλια Σάλα, γεννημένη το 1995 στη Ρώμη, είναι διακεκριμένη δημοσιογράφος με εμπειρία σε εμπόλεμες ζώνες και πολιτικές αναλύσεις. Εχει εργαστεί για Μέσα όπως το Il Foglio και η Chora Media, καλύπτοντας γεγονότα σε χώρες όπως η Βενεζουέλα, το Αφγανιστάν και η Ουκρανία. Η δουλειά της επικεντρώνεται στην ανάδειξη ανθρώπινων ιστοριών και πολιτικών εξελίξεων σε περιοχές κρίσης.
Περιορισμένη ελευθερία
Η σύλληψη της υπογραμμίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στο Ιράν. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγορούν το ιρανικό καθεστώς για καταστολή της ελευθερίας της έκφρασης και χρήση συλλήψεων ως μέσου πίεσης σε διεθνείς διαπραγματεύσεις.
Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, ενώ οι διπλωματικές προσπάθειες συνεχίζονται για την εξασφάλιση της απελευθέρωσής της.
Ο πρόεδρος της Ιταλίας Σέρτζιο Ματαρέλα εξέφρασε την ανησυχία του για τη σύλληψη της Σάλα. Στο παραδοσιακό πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του προς τους ιταλούς πολίτες, δήλωσε: «Εκφράζω την αγωνία όλων μας για τη σύλληψη της Τσετσίλια Σάλα. Είμαστε κοντά της, αναμένοντας να τη δούμε σύντομα πίσω στην Ιταλία. Αυτό το γεγονός υπογραμμίζει για άλλη μια φορά την αξία της ελεύθερης πληροφόρησης».
Η σύλληψή της έχει εξελιχθεί σε διεθνές διπλωματικό ζήτημα, με τις ΗΠΑ να κατηγορούν την Τεχεράνη για «πολιτικό εκβιασμό».
Η σύλληψη της Σάλα συνέπεσε χρονικά με τη σύλληψη του ιρανού μηχανικού Μοχάμεντ Αμπεντίνι-Νατζαφαμπάντι στο αεροδρόμιο του Μιλάνου στις 16 Δεκεμβρίου, κατόπιν αιτήματος των ΗΠΑ. Ο Αμπεντίνι κατηγορείται για παράνομη εξαγωγή τεχνολογίας drone προς το Ιράν, η οποία φέρεται να χρησιμοποιείται από φιλοϊρανικές τρομοκρατικές ομάδες.
Οι ΗΠΑ κατηγορούν το Ιράν ότι χρησιμοποιεί τη σύλληψη της Σάλα ως μέσο πίεσης για να αποτρέψει την έκδοση του Αμπεντίνι στις ΗΠΑ. Εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ δήλωσε: «Δυστυχώς, το ιρανικό καθεστώς συνεχίζει να κρατά άδικα πολίτες άλλων χωρών, συχνά για να τους χρησιμοποιήσει ως πολιτικό μοχλό πίεσης. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για αυτό και πρέπει να απελευθερωθούν αμέσως».
Από την πλευρά της, η ιταλική κυβέρνηση εργάζεται εντατικά για την απελευθέρωση της Σάλα, διατηρώντας διακριτική στάση για να μην επηρεάσει αρνητικά τις διαπραγματεύσεις.
Η «διπλωματία των ομήρων»
Η Σάλα έφτασε στην Τεχεράνη στις 12 Δεκεμβρίου και πραγματοποίησε μια σειρά από συνεντεύξεις και ρεπορτάζ για το podcast της, «Ιστορίες». Είχε προγραμματίσει να επιστρέψει στη Ρώμη στις 20 Δεκεμβρίου, αλλά συνελήφθη από τις ιρανικές Αρχές. Το Ιράν έχει συχνά στο παρελθόν συλλάβει ξένους και διπλής υπηκοότητας πολίτες με την κατηγορία της κατασκοπείας ή της απειλής για την εθνική ασφάλεια.
Το Ιράν έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα για τη χρήση συλλήψεων ξένων πολιτών ως μέσο πίεσης και διαπραγμάτευσης. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του ιρανοαμερικανού δημοσιογράφου Ρεζά Βαλιζαντέχ, ο οποίος καταδικάστηκε πρόσφατα σε 10 χρόνια φυλάκιση με την κατηγορία ότι συνεργάζεται με το Radio Farda, μια χρηματοδοτούμενη από τις ΗΠΑ ραδιοφωνική εκπομπή που επικρίνει το ιρανικό καθεστώς. Η τακτική αυτή έχει ονομαστεί από τη διεθνή κοινότητα ως «διπλωματία των ομήρων», με στόχο την απόσπαση πολιτικών ή οικονομικών ανταλλαγμάτων.
H Ιταλία θεωρεί ότι η κατηγορία της παραβίασης των ισλαμικών νόμων παραμένει γενική και αόριστη και ότι αποκλείεται αυτή της κατασκοπείας.