Ο Μπόρις Πιλνιάκ (1894-1938), σοβιετικός συγγραφέας, γιος κτηνιάτρου γερμανικής καταγωγής και μητέρας από παλιά οικογένεια ρώσων εμπόρων, άρχισε να γράφει και να δημοσιεύει σε ηλικία εννέα ετών.
Εγινε σύντομα γνωστός χάρη στο μυθιστόρημά του Γυμνός χρόνος, το οποίο κυκλοφόρησε το 1922 με θέμα γεγονότα και πρόσωπα που έλαβαν μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση και στον ρωσικό εμφύλιο (1917-1922) μεταξύ των μπολσεβίκων και του Λευκού Στρατού, τον οποίο αποτελούσαν μονάδες αντικομμουνιστών υπό την ηγεσία έμπειρων αξιωματικών της τσαρικής περιόδου, με συμμάχους πολωνούς, τσεχοσλοβάκους (η περίφημη Τσεχοσλοβακική Λεγεώνα), τάταρους, βρετανούς και αμερικανούς εκπαιδευτές, μάχιμους και χρηματοδότες.
Οπως αναμενόταν, οι περιγραφές συνωμοσιών, προδοσίας και διαφθοράς μεταξύ των εμπολέμων και των υποστηρικτών τους θεωρήθηκαν επιβαρυντικές για τους μπολσεβίκους και υπήρξαν χολερικά σχόλια στην εφημερίδα Πράβδα εις βάρος του Πιλνιάκ, ο οποίος χαρακτηριζόταν «βρωμερό μέλος της ορδής των ανίδεων περαστικών» και αρνητής της Επανάστασης, την οποία ένας ήρωας του μυθιστορήματος αποκαλούσε «δυσοσμία σεξουαλικών οργάνων».
Η δημοσίευση της Νουβέλας της άσβεστης Σελήνης στο λογοτεχνικό περιοδικό Novy Mir (Νέος Κόσμος) τον Μάιο του 1926, τρία χρόνια πριν από τη σταλινική κυριαρχία και την έναρξη διαδοχικών εκκαθαρίσεων κάθε λογής «αντιφρονούντων», αποτέλεσε σκάνδαλο που καθόρισε τη μοίρα του συγγραφέα ως την εκτέλεσή του τον Απρίλιο του 1938.
Το τεύχος του Novy Mir που περιείχε το αμφισβητούμενο κείμενο αποσύρθηκε κιόλας από το τυπογραφείο, μια «δεύτερη έκδοση» χωρίς τη Νουβέλα κυκλοφόρησε.
Οποιος είχε προλάβει να παραλάβει, σύμφωνα με τον κατάλογο των συνδρομητών, το αρχικό τεύχος δέχτηκε την επίσκεψη εκπροσώπων των «κρατικών οργάνων» για την κατάσχεση της απαγορευμένης έκδοσης, ο διευθυντής του Novy Mir έχασε τη θέση του, μερικά αντίτυπα σώθηκαν σε κρατικές βιβλιοθήκες και σταδιακά χάθηκαν.
Ενα αντίτυπο βρέθηκε χρόνια αργότερα, το 1937, στο αναγνωστήριο ενός στρατοπέδου καταναγκαστικής εργασίας. Φίλοι και γνωστοί που έβλεπαν τον Πιλνιάκ να κυκλοφορεί ελεύθερος αναρωτιούνταν: «Πώς και δεν έχει συλληφθεί ακόμα!».
Πρώτη απάντηση είναι πως ο απόλυτος σταλινικός έλεγχος σε όλες τις εκφράσεις σκέψεων και πράξεων δεν είχε ολοκληρωθεί, ο συγγραφέας δεν ήταν μέλος του Κόμματος ώστε να ακολουθεί τις εντολές του και να απολαμβάνει τιμές και προστασία, αλλά ένας διανοούμενος αστός και εν αναμονή «συνοδοιπόρος» που είχε περιθώρια να ανακάμψει πριν υποχρεωθεί να το πράξει για να σώσει τη ζωή του. Πλεονέκτημα στη συγκεκριμένη τότε συγκυρία ήταν η αναγνώριση του έργου του Πιλνιάκ από τον Τρότσκι και η έμμεση υποστήριξη από τον Γκόρκι ότι η Νουβέλα «διήγημα για τον θάνατο του συντρόφου Φρούνζε, όπου ο συγγραφέας διατείνεται ότι η εγχείρηση του συντρόφου μας ήταν αχρείαστη και είχε γίνει με παρέμβαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, του είχε συγχωρεθεί».
Ο μεγαλόσωμος στρατηγός του Κόκκινου Στρατού Μιχαήλ Βασίλιεβιτς Φρούνζε (1885-1925), ήρωας του εμφύλιου πολέμου, ένας Κλαούσεβιτς που είχε σχεδιάσει, οργανώσει την ερυθρά πολεμική μηχανή και εφαρμόσει τις στρατηγικές του σε πολλά μέτωπα και κυρίως στην Κριμαία, πνίγοντας νωρίτερα στο αίμα το αναρχικό κίνημα που είχε εκδηλωθεί στην Ουκρανία, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος (1921) και επικεφαλής του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου (1925), τόσο δημοφιλής ώστε το όνομα «Φρούνζε» να δίνεται σε νεαρά αγόρια, ήταν είκοσι ετών όταν έλαβε μέρος στις ταραχές του 1905, συνελήφθη, καταδικάστηκε σε θάνατο, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία, έλαβε μέρος το 1917 στην Επανάσταση του Φεβρουαρίου στο Μινσκ της Λευκορωσίας και του Οκτωβρίου στη Μόσχα, έφτασε μάλιστα να αντικαταστήσει τον Τρότσκι επικεφαλής των μπολσεβικικών δυνάμεων.
Ενα μειονέκτημα είχε όμως: έπασχε από έλκος του στομάχου και το αντιμετώπιζε με ειδική αγωγή.
Οταν ωστόσο άρχισαν να κυκλοφορούν αστήρικτες φήμες ότι θα μπορούσε να είναι αντικαταστάτης του Λένιν, όταν η κοψιά του πρόβαλλε στις παρελάσεις και στις τελετές μπροστά από το Κρεμλίνο, όταν πλήθαινε ο θαυμασμός για τις έφιππες επελάσεις του στα μέτωπα του πολέμου, ο «αλύγιστος άνθρωπος» (έτσι αποκαλεί ο Πιλνιάκ τον Στάλιν) αποφάσισε ότι ο πιστός Φρούνζε έπρεπε για το καλό του να εγχειρηθεί ώστε να θεραπευτεί από τα στομαχικά του προβλήματα.
Τότε ο Φρούνζε έγραφε στη γυναίκα του πως αισθανόταν απόλυτα υγιής και ένιωθε πως ήταν γελοίο να υποβληθεί σε εγχείρηση. «Ωστόσο», υπογράμμιζε, «οι εκπρόσωποι του Κόμματος το απαιτούν».
Ετσι, τον Οκτώβριο του 1925, ο Φρούνζε πέθανε στο χειρουργικό τραπέζι. Είχαν χρειαστεί επτά βαρβάτες δόσεις χλωροφορμίου για να αναισθητοποιηθεί, να χειρουργηθεί από ομάδα εγκάθετων γιατρών, ο Στάλιν τον επισκέφθηκε σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως η υπόθεση είχε λήξει, η κηδεία του «σοβιετικού ήρωα» έγινε με μεγάλη επισημότητα, επικήδειοι εκφωνήθηκαν, κηρύχθηκε πένθος.
Ο Πιλνιάκ σε εβδομήντα μόλις σελίδες (ελληνική έκδοση) δίνει αυτή την εκδοχή του θανάτου του Φρούνζε, η οποία αμφισβητήθηκε για δεκαετίες, όπως ήταν φυσικό. Η γραφή του μοιάζει με λαχάνιασμα.
Αυτό που ήταν βέβαιο ότι θα συμβεί, λαβαίνει διαστάσεις σεληνιασμού, αναγγελίας μιας εποχής «άσβεστης Σελήνης», σκοτεινού πεπρωμένου. Και μάλλον επιβάρυνε τη θέση του προσθέτοντας έναν σύντομο πρόλογο στο κείμενό του, διευκρινίζοντας πως δεν γνώριζε καθόλου τον Φρούνζε, ούτε τις λεπτομέρειες του θανάτου του, «γνωστοποιώντας στον αναγνώστη να μην αναζητάει στη νουβέλα πραγματικά γεγονότα και ζώντα πρόσωπα». Κανείς δεν πίστεψε ότι πίσω από το όνομα «Γκαβρίλοφ» της Ασβεστης Σελήνης δεν διακρινόταν ολοκάθαρα το όνομα «Φρούνζε»!
Κατηγορούμενος
Από εκεί και μετά, παρόλο που κατηγορήθηκε κατά σύστημα ως «εχθρικό μέλος πρακτόρων εντός των γραμμών του σοβιετικών συγγραφέων» και «ειδικός ανταποκριτής των Λευκορώσων», ο Πιλνιάκ εξακολούθησε να δημοσιεύει διηγήματα, μυθιστορήματα και ταξιδιωτικές αναφορές από την Κίνα, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ, όπου λέγεται πως είχε συνομιλίες με τη Warner Bros για πιθανή συνεργασία με τους σοβιετικούς σκηνοθέτες του κινηματογράφου!
Παρέμενε ο δημοφιλέστερος συγγραφέας, διέμενε σε ντάτσα, είχε δικαίωμα μετακίνησης χωρίς περιορισμούς, ταξίδεψε συχνά στην Ιαπωνία και, όταν είχε φτάσει η ώρα του, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος των Ιαπώνων.
Στις 28 Οκτωβρίου 1937, ο φίλος και γείτονάς του Μπόρις Πάστερνακ επισκέφθηκε την οικογένεια του Πιλνιάκ για να ευχηθεί για τα γενέθλια του τρίχρονου γιου της. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο Πιλνιάκ συνελήφθη.
Η κατηγορία ήταν πως, εκτός του κατασκοπευτικού ρόλου του, σχεδίαζε τη δολοφονία του Στάλιν και του Γεζόφ, επικεφαλής του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, δηλαδή της διαβόητης NKVD. Δικάστηκε για προδοσία στις 21 Απριλίου 1938, ομολόγησε την ενοχή του και πέθανε την ίδια μέρα με μία σφαίρα στο κεφάλι. Ενα μικρό κίτρινο χαρτί καρφιτσωμένο στο πτώμα του επιβεβαίωνε: «Η ποινή εκτελέστηκε».
Η μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, σλαβολόγου και καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, συνοδεύεται από επίμετρο, όπου τονίζεται η αξία της γραφής και το ιστορικό πλαίσιο του έργου. Εκεί (σελ. 96-97) και η επιστολή του Πιλνιάκ, μετά τη σύλληψή του, στον Γεζόφ, έξοχο δείγμα εξευτελιστικής «δήλωσης μετανοίας», διόλου άγνωστης επί δεκαετίες στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ιστορία: «Η ζωή και οι πράξεις μου δείχνουν πως όλα αυτά τα χρόνια ήμουν αντεπαναστάτης, εχθρός της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και της υπάρχουσας κυβέρνησης… Από το πρώτο μου ταξίδι στην Ιαπωνία το 1926… έγινα πράκτορας των Ιαπώνων και έκανα κατασκοπευτική δουλειά.
Εκτός αυτού, με επισκέπτονται Ιάπωνες και αλλοδαποί από άλλες χώρες…». Χρήσιμος και ο πρόλογος της Σοφί Μπενές από τη γαλλική έκδοση του έργου το 2008.