Δεν θυμάμαι τις αντιδράσεις τότε, ήμουν όμως έτοιμη να αντιμετωπίσω τις προκαταλήψεις. Κάποιος καθηγητής μου είχε το θάρρος να μου πει αυτό που πολλοί φίλοι και γνωστοί απέφευγαν. «Οι εφημερίδες σήμερα κλείνουν, τα χωριά ερημώνουν και εσύ μπορείς να κάνεις πολλά στην πόλη. Γιατί μια εφημερίδα στο χωριό;».

Ο αυθορμητισμός μού υπαγορεύει τη φράση «Γιατί όχι;». Ισως απλοποιημένη πρώτη απάντηση αλλά εκεί κρύβεται η αλήθεια. Οι ιστορίες και η διάδοση της πληροφορίας είναι κινητήριος δύναμη μιας περιοχής – γιατί να μην έχουν τη δική τους φωνή και τα μικρότερα μέρη; H προσωπική μου ανάγκη να μιλήσουμε για το σπίτι μας, για τα χωριά μας και να αναδείξουμε την αλήθεια μας με όλα τα φωτεινά και μελανά σημεία σε συνδυασμό με τη «δίψα» για αλληλεπίδραση και συζήτηση των ανθρώπων μου ήταν τα συστατικά για τη γέννηση της εφημερίδας.

Το χαρτί δεν το φοβήθηκα, το επέλεξα συνειδητά και με σεβασμό. Εχει μια μαγεία να δημιουργεί ένα κάλεσμα, μια πρόσκληση που να απευθύνεται σε όλους, χωρίς περιορισμούς. Μεγάλωσα με εφημερίδες στο σπίτι και οι απλόχερα δοσμένες ιστορίες μέσα απ’ τις μεγάλες σελίδες με διαμόρφωσαν. Η τριβή που δημιουργείται με το χαρτί, η συμπερίληψη και η συντροφικότητα που σου χαρίζει μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένα αποκούμπι αλλά και μια ορμητική αφετηρία.

Είχα αφήσει κάποτε μια εφημερίδα σε ένα καφέ και όταν επέστρεψα ένα παιδάκι περίπου δύο ετών ζωγράφιζε πάνω στο πρωτοσέλιδο. Η μητέρα του έσπευσε να δικαιολογηθεί, αλλά εγώ ένιωσα τη χαρά που η εφημερίδα έγινε «καμβάς» στα χέρια ενός μικρού ανθρώπου, που ανακάλυπτε τα χρώματα και τις αισθήσεις μέσα απ’ αυτό!

«Το γραφείο με τα γράμματα» λέει η βαφτισιμιά μου το γραφείο της εφημερίδας και νιώθω περήφανη που μέσα απ’ «τα χωριάτικα» μπορεί να «πιάσει» ιστορίες και απόψεις που διαβάζει ο παππούς της. Κοινές αναμνήσεις με διαφορετικές αναγνώσεις χαρίζει το χαρτί και είναι πολύτιμο. Και στην πράξη όμως είναι πιο κατανοητό, ιδιαίτερα στην επαρχία, να προσφέρεις μια υπηρεσία που έχει υπόσταση, αυτή της εφημερίδας, απ’ ό,τι ένα site ή μια ηλεκτρονική μορφή εφημερίδας.

Χρησιμοποιώ τη λέξη επαρχία με κάποια επιφύλαξη. Υπάρχει μια προκατάληψη σε οτιδήποτε επαρχιακό. Σαν μια συνθήκη που όσοι βρεθήκαμε σ’ αυτήν ήταν από ανάγκη και όχι από επιλογή. Ακόμα και η φράση «επαρχιακός Τύπος» κρύβει μια δεύτερη μοίρα. Είναι κατανοητό, το «πρώτος στο χωριό παρά τελευταίος στην πόλη» μεγάλωσε αρκετές γενιές και διαμόρφωσε αντιλήψεις. Δεν είναι αρκετό όμως για να βάλει φρένο σε νέα όνειρα.

Θα ήταν ψέματα αν λέγαμε ότι δεν κυριαρχεί η λεγόμενη «επαρχιακή» νοοτροπία. Υπάρχει μια «αόρατη συμφωνία» ότι υπάρχει ταβάνι στο τι μπορεί να σου προσφέρει η επαρχία και εσύ που ζητάς περισσότερα «χαλάς την πιάτσα», «ονειροβατείς», «θα αποτύχεις». Δεχόμαστε την υποτίμηση αδιαμαρτύρητα, μειώνουμε τον εαυτό μας. «Για επαρχιακή είναι πολύ καλή» λένε και αρκούνται σ’ αυτό. Δεν υπάρχει πάντα ο αναμενόμενος επαγγελματισμός, όχι γιατί δεν υπάρχει η δυνατότητα αλλά γιατί υπάρχει αυτός ο συμβιβασμός με τη μετριότητα. Προσωπικά παλεύω να παραμένω «σε ρήξη με το λίγο»  που λέει και η μεγάλη Κική Δημουλά και δεν θέλησα να δεχτώ τους περιορισμούς των άλλων. Δεν είναι εύκολο, κάθε βήμα χρειάζεται διπλή προσπάθεια. Προχθές τυχαία άκουσα το κλείσιμο μιας συζήτησης με τη φράση «τάχα πόσο θα αντέξει και η εφημερίδα;».

Η αμφισβήτηση υπάρχει σε κάθε εγχείρημα αλλά στο χωριό είναι πιο άμεση. Το στοίχημα του πόσο θα αντέξεις καραδοκεί και οι πολλοί βάζουν τις μάρκες τους εναντίον σου. Μαζί με τις αγωνίες σου και τα προβλήματά σου, έχεις να αναμετρηθείς και με τις φοβίες και τις προσδοκίες των άλλων. Δεν είναι όμως αρκετό ούτε αυτό για να σε ρίξει. Κάποια συνδρομήτρια, που δεν γνωρίζω προσωπικά, μου είχε γράψει «σ’ αγαπώ χωρίς να σε ξέρω γιατί κάθε μήνα έρχεται λίγο απ’ το χωριό μου σπίτι μου». Περηφάνια, ευθύνη, αγωνία, αγάπη, ειλικρίνεια. Καθείς και τα όπλα του.

Η Φωτεινή Γάλλου είναι Εκδότρια της επαρχιακής εφημερίδας «τα χωριάτικα»