Ο Βίτο Μανκούζο είναι ένας γνωστός διανοούμενος, δημοφιλής συγγραφέας ευπώλητων έργων στην Ιταλία, και θεολόγος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, με απόψεις που όμως δεν ευθυγραμμίζονται πάντοτε με τη χριστιανική του ομολογία. Μετά το πρώτο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο Το νόημα της ζωής, εκδόθηκαν δύο ακόμα έργα του, με τίτλο Το θάρρος και ο φόβος και Ο δρόμος της ομορφιάς, όλα από τον εκδοτικό οίκο Αρμός. Στο Νόημα της ζωής, που στηρίχθηκε σε ομιλία του το 2020 και εκδόθηκε με αφορμή την πανδημία του COVID-19 (και τη γενική δυσφορία που αυτή προκάλεσε), ο Μανκούζο είχε καταλήξει στο ακόλουθο συμπέρασμα:

[…] χωρίς την πεποίθηση ότι υπάρχει μια συνολική σημασία της ζωής, κανείς δεν καλλιεργεί την επιθυμία και δεν προσπαθεί να δώσει ένα οργανικό νόημα στην καθημερινότητά του, στην εργασία του, στα συναισθήματά του, αλλά καταλήγει να βιώνει όλες τις εμπειρίες χωρίς αφοσίωση και χωρίς μια συνολική θεώρηση, παράγοντας με αυτόν τον τρόπο όχι την ενιαία ύπαρξη ενός προσώπου συνεκτικού και αξιόπιστου, αλλά ένα αμφιλεγόμενο μείγμα χαρακτήρων, που αλλάζουν προσωπείο και χιτώνα ανάλογα με τις περιστάσεις» (σελ. 115).

Το βιβλίο του Το θάρρος και ο φόβος, πάλι με αφορμή την πρόσφατη πανδημία του κορωνοϊού, αυτή τη φορά διερευνά το ανθρώπινο συναίσθημα του φόβου. Από νωρίς, ο Μανκούζο μάς προτάσσει και εδώ (όπως και στο Νόημα της ζωής) δύο βασικές θέσεις. Η πρώτη είναι ότι ο φόβος δεν είναι πάντοτε κάτι το αρνητικό, ενώ η δεύτερη λέει πως ο φόβος μπορεί να νικηθεί με τη «σοφία». Ποια είναι αυτή η «σοφία»; Μάλλον είναι η μακραίωνη πολιτισμική μας παράδοση. Συγκεκριμένα, για να εμβαθύνει στη λειτουργία του φόβου, ο Μανκούζο καταφεύγει στους δύο μεγάλους πυλώνες του δυτικού πολιτισμού, που δεν είναι άλλοι από τη Βίβλο και την αρχαιοελληνική παράδοση (για την ακρίβεια, αρχαιοελληνική μυθολογία).

Στη Βίβλο, ο φόβος συνυφαίνεται με την εμπειρία του θείου, με το βίωμα του ιερού (θεοφάνειες) να είναι όχι μόνο σαγηνευτικό αλλά και «τρομακτικό» (το tremendum, που έλεγε και ο Ρούντολφ Οτο, μας υπενθυμίζει). Μια εύστοχη επισήμανση του Μανκούζο, είναι ότι η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη δεν διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους ως προς την απεικόνιση του θείου. Αμφότερες τονίζουν τον φόβο στη σχέση με τον άνθρωπο, με τις όποιες διαφορές προσέγγισης να είναι απλώς ζήτημα ποσοτικών διαβαθμίσεων. Οσον αφορά την αρχαιοελληνική μυθολογία, ο Φόβος ήταν θεός, γιος του πολεμικού θεού Αρη και της ερωτικής Αφροδίτης.

Επομένως, τόσο ο ελληνισμός όσο και ο ιουδαϊσμός φανερώνουν το θείο να είναι ισχυρό και να συνδέεται με τον άνθρωπο με σχέση εξάρτησης. Οι φόβοι μας δεν είναι μονάχα ατομικής φύσης. Μπορεί να είναι πολλές φορές και κοινωνικοί. Κύριος κοινωνικός φόβος είναι αυτός της απώλειας ελευθερίας, που σήμερα φωλιάζει μέσα μας λόγω των εντυπωσιακών δυνατοτήτων τις οποίες μάς παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία. Αρα, συμπεραίνει ο συγγραφέας, η πρόσφατη πανδημία δεν προκάλεσε έναν εντελώς καινούργιο φόβο παρά επιδείνωσε απλώς τους ήδη υπάρχοντες.

Αν γνωρίζουμε τι είναι αυτό που φοβόμαστε, θα γνωρίσουμε τον εαυτό μας καλύτερα. Ομολογουμένως, ο καλύτερος τρόπος να αποκτήσει κανείς αυτογνωσία είναι να ανακαλύψει τους βαθύτερους φόβους του και να εντοπίσει τα αίτιά τους. Ο φόβος είναι κάτι σαν «θεότητα», μια ισχυρότερη από εμάς δύναμη, που συχνά επιχειρούμε να εξευμενίσουμε. Ανέκαθεν οι άνθρωποι απέδιδαν θεϊκές διαστάσεις σε όσα φοβούνταν: φωτιά, θάλασσα, έρωτας, πόλεμος και, όπως ήδη φάνηκε, έδιναν τρομακτικές διαστάσεις και στο θείο.

Ο φόβος εμπεριέχει κάτι το ελκυστικό κατά τα αρχικά του στάδια (φόβος των άλλων). Μας είναι το δίχως άλλο απαραίτητος, αφού μόνο με την αρωγή του μπορούμε να αποκτήσουμε τη γνώση της ζωής και τη σοφία (σελ. 80). Δεν είναι όμως ο φόβος ένας και ενιαίος. Διακρίνεται σε βαθμίδες. Ο φόβος διαιρείται από τον Μανκούζο σε τρία επιμέρους επίπεδα: αυτόν που συμβολίζεται από το κόκκινο χρώμα (πρώτο επίπεδο, απλός φόβος), αυτόν που υποδηλώνει το μαύρο χρώμα (δεύτερο επίπεδο, αγωνία) και, τέλος, τον ξεκάθαρο τρόμο (τρίτο επίπεδο).

Αυτή είναι κάτι σαν «κλίμακα Μποφόρ» του φόβου, με την ένταση του συναισθήματος να αυξάνεται όσο προχωράμε από το ένα επίπεδο στο επόμενο. Ο Μανκούζο λοιπόν εγκρίνει τον απλό φόβο, απορρίπτει όμως τόσο την αγωνία όσο και τον τρόμο.

Στο τρίτο του βιβλίο, ο ιταλός συγγραφέας εξετάζει τις όψεις της ομορφιάς στη φύση (η θάλασσα είναι η αγαπημένη του), στους ανθρώπους (αφιερώνει μια ειδική ενότητα στην ομορφιά των γυναικών), καθώς και στις διάφορες καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Η αισθητική, μας λέει, θεωρείται ευρύτερα ένα καθαρώς υποκειμενικό ζήτημα, καρπός του γούστου και της προτίμησης του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, μια θέση που όμως ο ίδιος ο Μανκούζο απορρίπτει.

Η δική του άποψη έγκειται στο ότι η ομορφιά υπάρχει αντικειμενικά, αν και όχι σαν κάτι αυτόνομο παρά ως κάτι που χρειάζεται τον άνθρωπο (τον άνθρωπο, διότι τα υπόλοιπα έμβια είδη δεν είναι σε θέση να την εκτιμήσουν) για να αναγνωριστεί. Βέβαια, υπάρχουν επίπεδα αισθητικής και δεν είναι η ομορφιά μονάχα μία και μονοσήμαντη.

Οσο πιο πολύ «εμβαθύνει» κανείς τόσο αναδύεται στις λεπτότερες μορφές της, την ψυχική ομορφιά, την ομορφιά της σκέψης και, υπεράνω όλων, την ηθικότητα. Ο Μανκούζο είναι πεπεισμένος τόσο πως η ομορφιά έχει βαθιές ηθικές συνδηλώσεις όσο και για το ότι αυτές οι δύο (αισθητική και ηθική) αντιπροσωπεύουν από κοινού ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό της δομής του κόσμου μας:

«Πιστεύω, με άλλα λόγια, ότι η αντίληψή μας για την ομορφιά είναι η βαθύτερη εκδήλωση της αρχικής δυναμικής που μας έφερε και μας συγκρατεί στην ύπαρξη, δηλαδή της δυναμικής της αρμονίας ως ώθησης για ενσωμάτωση που διατρέχει και διαποτίζει την ύπαρξη. Στον πυρήνα της δημιουργίας της ζωής, τόσο της δικής μας όσο και οποιουδήποτε άλλου έμβιου όντος, υπάρχει μια αρχέγονη τάση: η συναρμογή» (σελ. 136).

Οι φιλόσοφοι με τους οποίους κατά κόρον διαλέγεται στο βιβλίο είναι ο Πλάτων και ο Καντ. Από τον πρώτο αντλεί την ιδέα για τη σχέση ομορφιάς και ψυχικής καλοσύνης. Από τον δεύτερο δανείζεται την άποψη πως η ομορφιά, στην πλέον αγνή της μορφή, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στον αντίποδα κάθε ωφελιμότητας και χρησιμοθηρίας. Τέλος, όπως εξηγεί, η αισθητική δίχως ηθική καταλήγει «αισθητισμός», ήτοι ανούσια αναζήτηση ικανοποίησης (για λίγους). Παρομοίως, η ηθική δίχως αισθητική μέριμνα καταντά ηθικισμός, τέτοιος που είδαμε να εφαρμόζουν οι μεσαιωνικοί χριστιανοί φονταμενταλιστές, οι φανατικοί ισλαμιστές όταν διέλυαν πρόσφατα τα αρχαία αγάλματα, οι θιασώτες του φασισμού στον εικοστό αιώνα (εδώ μπορεί κανείς να προσθέσει και τους κινηματίες που κατεδάφισαν το άγαλμα του Θερβάντες).

Ο Μύρων Ζαχαράκης είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας