Μέχρι το τέλος του φθινοπώρου, το 2024 έδειχνε να φεύγει για την Αθήνα με τις σταθερές αμετάβλητες. Από τις πεδιάδες της Ουκρανίας μέχρι τη Γάζα και τα υψώματα του Λιβάνου, η δυτική γραμμή καθοδηγούσε και την ελληνική αντίδραση. Αν υπήρχαν γρίφοι φαινόταν ότι λύνονται εύκολα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ελληνική διπλωματία ακολουθούσαν χωρίς επιφυλάξεις την κατεύθυνση των Βρυξελλών, της Ουάσιγκτον και του ΝΑΤΟ, καθώς το δυτικό μέτωπο προσφέρει και τις επιζητούμενες γραμμές ασφαλείας. Τα δεδομένα έχουν διαφοροποιηθεί από τις εξελίξεις στη Συρία – και, ξαφνικά, στην αφετηρία του 2025 τα νερά δείχνουν αχαρτογράφητα. Η κατάρρευση του καθεστώτος Ασαντ και η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από ακραίους ισλαμιστές προκαλεί διλήμματα για τα οποία η Αθήνα αναζητεί απαντήσεις. Οι πανηγυρικές ιαχές της Δύσης για το τέλος του αυταρχικού καθεστώτος του Ασαντ είναι το εύκολο κομμάτι – το ακολούθησε και η ελληνική κυβέρνηση. Αλλά ποιος είναι ο Αλ-Γκολάνι; Η αποδοχή ενός άγνωστου ηγέτη σε μια περιοχή της ευρύτερης γειτονιάς, όπου διακυβεύονται και ζωτικά εθνικά συμφέροντα, συνοδεύεται από άλλα διλήμματα. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που στον Αλ-Γκολάνι επενδύει περισσότερο από όλους ο Ερντογάν και η δυτική γραμμή για την υποδοχή του ως νομιμοποιημένου εκπροσώπου της Συρίας δεν είναι ξεκάθαρη. Ο αντάρτης που έριξε τον Ασαντ, άλλωστε, παραμένει ακόμα επικηρυγμένος από τις ΗΠΑ με 10 εκατομμύρια δολάρια.

Σε μια φάση που τα ελληνοτουρκικά είχαν πάρει τον δικό τους δρόμο, διαμορφώνοντας ύστερα από καιρό ένα κλίμα αισιοδοξίας για μια νέα σχέση με διάρκεια, το ζήτημα της Συρίας μπορεί να αποτελέσει μια τροχοπέδη. Τα συμφέροντα Αθήνας και Αγκυρας όχι μόνον δεν είναι κοινά, αλλά η νέα τάξη πραγμάτων στη Δαμασκό μπορεί να απλώσει στην περιοχή εύφλεκτη ύλη, με αλυσιδωτές διπλωματικές παρενέργειες. Η προοπτική μιας τουρκοσυριακής ΑΟΖ, κατά τις προσταγές της Αγκυρας, δεν δείχνει ένα μακρινό σενάριο, ούτε η διασύνδεση της Δαμασκού με το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος. Αν ο Αλ-Γκολάνι αποδειχθεί ο πιο πιστός σύμμαχος της Τουρκίας, πολύ περισσότερο ένα υποχείριό της, σε αντίθεση με τα άλλα μέτωπα η Αθήνα μπορεί να μην καλύπτεται από τη δυτική συνταγή.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι εξελίξεις στη Συρία προεξοφλείται ότι θα έχουν κεντρική θέση στις συζητήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τις επόμενες εβδομάδες στην Αγκυρα. Η ατζέντα αλλάζει – με δεδομένα που δεν υπήρχαν στο τραπέζι ένα τρίμηνο νωρίτερα, προσφέροντας νέα χαρτιά στα χέρια του τούρκου προέδρου στο ευρύτερο γεωπολιτικό πόκερ. Η «επιθετική κατάληψη» (unfriendly takeover) της Συρίας από την Τουρκία, όπως την περιέγραψε ο Ντόναλντ Τραμπ, στην Αθήνα αντιλαμβάνονται ότι αργά ή γρήγορα θα αφήσει αποτύπωμα και στα ελληνοτουρκικά. Είναι σαφές ότι σε αρχικό στάδιο ο Ερντογάν προσδοκά οικονομικά οφέλη από την κατάληψη πετρελαιοπηγών που σήμερα ελέγχονται από τους Κούρδους, όπως και τη μερίδα του λέοντος από τη μελλοντική ανοικοδόμηση της Συρίας. Αλλά η Δαμασκός μπορεί να γίνει όχημα και για τον μεγαλύτερο στόχο της Αγκυρας, την εδραίωση μιας ηγεμονίας στο λεγόμενο ισλαμικό τόξο και, συνακόλουθα, στη Ανατολική Μεσόγειο. Υπό συνθήκες, μέσω Συρίας, η Τουρκία θα μπορούσε να αποδυναμώσει στην πράξη και τη Συνθήκη της Λωζάννης που οριοθέτησε έναν αιώνα νωρίτερα τις συνοριακές γραμμές.

Ο Μητσοτάκης θα φτάσει στην Αγκυρα με τον τουρκικό αναθεωρητισμό να έχει βρει νέο τροφοδότη λογαριασμό και την επίδειξη στρατιωτικής ισχύος με την αεροναυτική άσκηση της «Γαλάζιας Πατρίδας» να είναι ακόμη νωπή. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εξελίξεις στα εθνικά ίσως αποδειχθούν πιο κρίσιμη και δισεπίλυτη εξίσωση από τα εσωτερικά ζητήματα. Είναι αμφίβολο, άλλωστε, εάν ο τούρκος πρόεδρος θα ενδιαφερθεί για τις επιλογές του έλληνα πρωθυπουργού ενόψει της προεδρικής εκλογής. Στο νέο ταξίδι Μητσοτάκη στην Τουρκία ο πήχης των προσδοκιών έχει πλέον χαμηλώσει αρκετά – το ζητούμενο είναι η διατήρηση των ήρεμων νερών και, κυρίως, μια νέα διάγνωση για τις προθέσεις του Ερντογάν.