Η «πρώτη πράξη» της δικής μου Αθήνας ξεκινά τη δεκαετία του 1950 στα Ιλίσια. Στο πατρικό μου σπίτι, Ταξίλου και Γάζης, απέναντι από το γήπεδο του Ηλυσιακού. Τι γήπεδο δηλαδή, μια αλάνα με χώμα, χωρίς κερκίδες, όρθιοι παρακολουθούσαν το παιχνίδι οι θεατές. Ο φύλακας, ο κύριος Αχιλλέας, μας έβαζε χωρίς εισιτήριο, εμένα ωστόσο με ενδιέφερε, περισσότερο από το ματς, να παρατηρώ τους ανθρώπους. Γενικά, παρατηρούσα πολύ τι γινόταν γύρω μου, κάτι που κάνει σήμερα ο μικρός μου εγγονός, ο Φοίβος. Ισως αυτό να ήταν η πρώτη εκδήλωση της αγάπης μου για το θέατρο. Θυμάμαι ένα ζευγάρι, μια λαϊκή τραγουδίστρια με τον σύντροφό της. Ντυμένοι και οι δύο στην πένα, αυτή με πολύ κολλητά ταγέρ που τόνιζαν τις καμπύλες της. Στεκόμουν πάντα πίσω τους μάλλον γιατί, έτσι μικρούλης που ήμουν, μπορούσα να βλέπω τις πολύ ωραίες γάμπες της. Και τους ακολουθούσα όταν, στο ημίχρονο, άλλαζαν θέση για να βρίσκονται πίσω από το τέρμα του αντιπάλου. Γιατί; Για να μπορεί εκείνη να λέει χαμηλόφωνα χοντρά μπινελίκια στον τερματοφύλακα. Σε μια εποχή που η μεγαλύτερη βρισιά που λέγαμε και ακούγαμε ήταν το «ρε», δεν είχαμε περάσει καν στο «μαλάκας».
Τα Ιλίσια ακόμη τότε είχαν μονοκατοικίες και διώροφα, η αντιπαροχή μόλις είχε αρχίσει να αλλάζει το τοπίο. Θυμάμαι μάλιστα τα πάρτι που έκαναν τα παιδιά της οικογένειας την τελευταία μέρα πριν φύγουν από το σπίτι που θα κατεδαφιζόταν για να γίνει πολυκατοικία (έτσι πήγα κι εγώ στο πρώτο μου πάρτι). Ωστόσο, αυτή η έννοια της γειτονιάς που σήμερα εξιδανικεύουμε είχε τα καλά και τα κακά της. Υπήρχε η εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων αλλά και ένα αφόρητο, καταπιεστικό κουτσομπολιό που μεγέθυνε το ελάχιστο. Γι’ αυτό ένιωσα να απελευθερώνομαι όταν, στην εφηβεία μου, μετακομίσαμε στα Εξάρχεια. Η «δική μου Αθήνα», εκείνη την εποχή αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα, ήταν η Σταδίου, η Πανεπιστημίου, η Ακαδημίας, η Σόλωνος, η Σκουφά και οι κάθετοι δρόμοι τους. Στη Σκουφά μάλιστα, στο θρυλικό Pop Eleven, το δισκάδικο των αδελφών Φαληρέα, δούλευα όταν ήμουν σπουδαστής στη Δραματική. Εκεί γνώρισα και τη γυναίκα μου, την Κοραλία Σωτηριάδου.
Το ενδιαφέρον μου για το θέατρο άνθησε λόγω του σημείου όπου βρισκόταν το κατάστημα του πατέρα μου. Είχε εμποροραφείο στη στοά Χατζηχρήστου. Επαιρνα λοιπόν το λεωφορείο, από τότε που μέναμε στα Ιλίσια, σε μια εποχή που τα παιδιά του Δημοτικού μπορούσαν να κυκλοφορούν μόνα τους στα λεωφορεία, και κατέβαινα στην Ιπποκράτους. Θυμάμαι ότι απέναντι από το δικό μας μαγαζί δύο αδέλφια, οι Χόντοι, είχαν ένα κατάστημα που πουλούσε χύμα κολόνιες, με εντυπωσίαζαν οι χαρακτηριστικές μεγάλες γυάλες με το βρυσάκι. Από εκεί ξεκίνησαν τα γνωστά, σήμερα, Hondos Center. Δίπλα ήταν το θέατρο Ακροπόλ και επειδή ήμουν πολύ κοινωνικό παιδάκι – αν και σιωπηλό – είχα «ελευθέρας» από τον ταμία. Ετσι είδα όλα τα «θηρία» της επιθεώρησης. Φωτόπουλο, Αυλωνίτη, Βρανά, τον Λειβαδίτη και την Ντορ. Από την αθηναϊκή επιθεώρηση αγάπησα το θέατρο.
Στην εφηβεία, στην ηλικία που τα παιδιά αρχίζουν να σκέφτονται τι θα κάνουν στη ζωή τους, «απλώθηκα» θεατρικά χάρη σε έναν γνωστό του πατέρα μου που έπιναν τα ουζάκια τους στο καφενείο της στοάς (έχω ακόμη τη μυρωδιά από τον μεζέ του ούζου), τον αστυνομικό Χρήστο Καραθανάση. Ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής, αλλά η παρέα ήταν παρέα, σαν βγαλμένη από έργο του Σακελλάριου. Ο Καραθανάσης, μετριοπαθής δεξιός – ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τον έκανε αρχηγό της Αστυνομίας –, ήταν επί χούντας στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Πήγαινα λοιπόν στο γραφείο του και μου έδινε «προσκλήσεις» για όλα τα θέατρα της «επικράτειάς» του. Δηλαδή, έπαιρνε ένα λευκό χαρτί, το σφράγιζε και εγώ δείχνοντάς το στο ταμείο έμπαινα στην αίθουσα. Στην πραγματικότητα, έβλεπα όλες τις παραστάσεις, καμιά πενηνταριά τη σεζόν, αφού η θεατρική Αθήνα έφτανε τότε μέχρι το Περοκέ. Τότε άρχισα να κάνω τις επιλογές μου, να ανακαλύπτω τον Αλέξη Σολομό, τη μαγεία στο υπόγειο του Κουν.
Η συνοικία του Νέου Κόσμου, όπου κάναμε το θέατρο σε μια εγκαταλειμμένη αποθήκη του Φιξ, ήταν για μένα άγνωστος τόπος. Είχα μόνο μία μνήμη όσφρησης όταν, καθώς κατεβαίναμε με το αυτοκίνητο του πατέρα μου την Καλλιρρόης, μου ερχόταν μια μυρωδιά μπίρας από το εργοστάσιο της ζυθοποιίας – ακόμη και τώρα, κάθε φορά που περνάω από το σημείο, έχω την αίσθηση αυτής της μυρωδιάς. Οταν το 1995 αποφασίσαμε να κάνουμε το θέατρο, κατέβαινα μια μέρα τη Φραντζή και είδα ότι, λίγο πριν από την Καλλιρρόης, έγραφαν οι τροχονόμοι μονά και ζυγά. Επειδή ήμουν παράνομος, έστριψα, αντίθετα μάλιστα, καθότι άσχετος με την περιοχή, στον πρώτο δρόμο που ήταν μπροστά μου, την Αντισθένους. Και πρόβαλε μπροστά μου αυτή η αποθήκη. Ενα πέτρινο κτίσμα του 19ου αιώνα, στην αυλή του οποίου πετούσαν, επί χρόνια, τα σκουπίδια από τις γύρω πολυκατοικίες χωρίς να τους νοιάζει ούτε το θέαμα ούτε η μυρωδιά. Επειδή με γοήτευαν πάντα οι εγκαταλειμμένοι χώροι, πήδηξα τη μάντρα και πριν καλά καλά περπατήσω στον χώρο είχα ήδη πάρει την απόφαση. Η πρώτη μας μάλιστα παράσταση, ο «Κοινός λόγος», δόθηκε στην αυλή με σκηνικό το πηγάδι και το παράσπιτο που υπήρχαν εκεί.
Συνειδητοποιώ ότι έχω ζήσει όλα τα στάδια μιας «υπαρξιακής» αλλαγής της Αθήνας. Θυμάμαι ένα ρέμα στα Ιλίσια που το λέγαμε «Αβησσυνία» και όπου πάμφτωχοι άνθρωποι ζούσαν στην κοίτη του με τον κίνδυνο να πνιγούν σε μια νεροποντή, έχω προλάβει ρέμα το Κάραβελ. Οι πόλεις όμως, όπως και οι άνθρωποι, επιβιώνουν και εξελίσσονται όχι όταν προσαρμόζονται απλώς σε νέα δεδομένα, αλλά, κυρίως, όταν τα προκαλούν. Ετσι, όπως εγώ έκανα το Θέατρο του Νέου Κόσμου, ο γιος μου έκανε το Κνωσός, ένα θέατρο της δικής του εποχής.