Το πρόβλημα (της Δύσης): μετά τον Φεβρουάριο του 2022 το παγκόσμιο γεωπολιτικό σύστημα έχει μπει σε φάση έντονου κλυδωνισμού.

Η εισβολή στην Ουκρανία έχει επισφραγίσει την προσπάθεια της Ρωσίας να αποκαταστήσει τη σφαίρα επιρροής της στην ευρύτερη περίμετρό της, δοκιμάζοντας τη βούληση και τις κοινωνικές αντοχές της Δύσης να στηρίξουν τον ουκρανικό αγώνα.

Η κόπωση έχει αρχίσει και γίνεται εμφανής, αλλά κάθε επίκληση της ανάγκης επίδειξης πραγματισμού συνοδεύεται από τη διαπίστωση ότι οποιαδήποτε λύση που δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ασφάλειας στην Ουκρανία θα οδηγήσει αναπόφευκτα εν καιρώ σε νέο γύρο συγκρούσεων και αποσταθεροποίησης.

Ο (αμερικανικός) ελέφαντας στο δωμάτιο

Οι προεκλογικές αναφορές του Τραμπ για άμεση επίλυση της σύγκρουσης σε περίπτωση εκλογής του εγείρουν ανησυχίες για την ακεραιότητα της Ουκρανίας και τον ακριβή επανασχεδιασμό των συνόρων, ασκώντας πίεση στην ουκρανική πλευρά αλλά και κλιμακώνοντας – επικίνδυνα – τις πολεμικές επιχειρήσεις για την κατοχύρωση εδαφικών κερδών ενόψει ενός διαφαινόμενου «παγώματος» της σύγκρουσης.

Ταυτόχρονα, οι συνεχιζόμενες αναφορές στην ανάγκη να επιμεριστούν τα βάρη της ασφάλειας της Δύσης με πιο δίκαιο τρόπο προμηνύει έντονους τριγμούς στις διατλαντικές σχέσεις. Οι απειλές περί αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ σε περίπτωση που δεν συμβεί κάτι τέτοιο αντιμετωπίζονται – προς το παρόν – περισσότερο ως εργαλείο άσκησης διαπραγματευτικής πίεσης παρά ως ένα ρεαλιστικό ενδεχόμενο, κρίνοντας από τον συναλλακτικό τρόπο δράσης και αντίληψης της πραγματικότητας από τον πρόεδρο Τραμπ. Το νέο δεδομένο είναι ότι ενώ αρκετά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ ακόμα δυσκολεύονται να πετύχουν το όριο του 2% του ΑΕΠ για τις αμυντικές τους δαπάνες, έχουν ήδη ξεκινήσει οι συζητήσεις περί αύξησης του ορίου αυτού στο 3%.

Η (ευρωπαϊκή) λύση

Το «ουκρανικό πρόβλημα» ήταν εξαρχής –και παραμένει – ένα «ευρωπαϊκό πρόβλημα», όχι μόνο λόγω γεωγραφικής εγγύτητας, αλλά κυρίως επειδή θέτει υπό αμφισβήτηση βασικές σταθερές του γεωπολιτικού συστήματος, όπως τις αντιλαμβάνεται η Ευρώπη, όπως ο σεβασμός στο διεθνές δίκαιο και το απαραβίαστο των συνόρων.

Αρα, η ευρωπαϊκή συμβολή στην επίτευξη λύσης είναι επιτακτική. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί μονάχα με την παροχή οικονομικής στήριξης, όσο γενναιόδωρη κι αν είναι αυτή. Βάζοντας στην άκρη την παρουσία ευρωπαϊκών μάχιμων μονάδων προς άμεση ενίσχυση του ουκρανικού αγώνα, που θα σηματοδοτούσε μια αδιανόητη κλιμάκωση της σύγκρουσης, μια ομπρέλα ασφαλείας της Δύσης προς την Ουκρανία είναι βασικό συστατικό οποιασδήποτε βιώσιμης διευθέτησης της σύγκρουσης.

Σε αυτή την ομπρέλα η Ευρώπη έχει έναν ουσιαστικό ρόλο να διαδραματίσει,

ρεαλιστικά μιλώντας πάντα και μόνο με τη στήριξη των ΗΠΑ. Επιπρόσθετα, σε περίπτωση ειρήνευσης ή ανακωχής, θα χρειαστεί και μια ευρωπαϊκή στρατιωτική παρουσία επί του πεδίου σε οποιαδήποτε ενδιάμεση ζώνη δημιουργηθεί.

Επομένως, η Ευρώπη βρίσκεται υπό καθεστώς διπλής πίεσης: από τις ΗΠΑ, για να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες σε περίοδο «ισχνών αγελάδων», γεγονός που επιτείνει τους πολιτικούς και κοινωνικοοικονομικούς κλυδωνισμούς στο εσωτερικό των κρατών-μελών, αλλά και από τη γεωπολιτική πραγματικότητα που προκαλεί την ΕΕ να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, αποκτώντας μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ.

Τα δύο βασικά διακυβεύματα (για την Ευρωπαϊκή Ενωση)

Το 2025 θα είναι ένα κομβικό έτος για την ΕΕ στον τομέα της άμυνας, σε δύο επίπεδα: πρώτον, όσον αφορά το οικονομικό σκέλος, είναι απαραίτητη η ανεύρεση πόρων που θα χρηματοδοτήσουν την πορεία ενίσχυσης της αμυντικής συνεργασίας των κρατών-μελών. Την προηγούμενη περίοδο οι έντονες ζυμώσεις περιστρέφονταν γύρω από την αξιοποίηση υφιστάμενων μη αξιοποιήσιμων πόρων, όπως για παράδειγμα πόροι από το Ταμείο Συνοχής, χρηματοδοτικά κεφάλαια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ή ακόμα και πόροι από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), που έχουν μια εντελώς διαφορετική λογική ύπαρξης, αλλά παραμένουν εν πολλοίς αναξιοποίητοι.

Δίπλα σε αυτούς τους υπάρχοντες πόρους, η συζήτηση για νέους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, με τη συμμετοχή μόνο των «πρόθυμων» κρατών-μελών, έχει λάβει πλέον μια σημαντική δυναμική και διαφαίνεται ως η πιο ρεαλιστική προοπτική στην παρούσα φάση των συζητήσεων.

Πρόκειται για τη δημιουργία ενός νέου διακυβερνητικού σχήματος, με τη μορφή ενός ειδικού Ταμείου, που θα στηριχθεί σε δανεισμό από τις διεθνείς χρηματαγορές, με την τεχνογνωσία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, για επενδύσεις στον χώρο της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Το σχήμα αυτό διαφοροποιείται από τα «αμυντικά ευρωομόλογα» που έχουν τεθεί στο τραπέζι, αλλά προσκρούουν στην αντίδραση αρκετών κρατών-μελών της ΕΕ που αντιτίθενται στον κοινό δανεισμό. Θα επιτρέψει ευελιξία και θα αποφύγει τους σκοπέλους και τις καθυστερήσεις από κράτη-μέλη που δεν ενδιαφέρονται για την αμυντική προοπτική της ΕΕ και σίγουρα δεν θέλουν να επωμιστούν νέα οικονομικά βάρη σχετικά.

Δεύτερον, η στενότερη αμυντική συνεργασία συνδέεται άμεσα με την πολιτική εμβάθυνση της ΕΕ, καθώς δεν αποτελεί ένα απλό τεχνοκρατικό ζητούμενο. Πέραν της στρατιωτικής επιχειρησιακής οργάνωσης και διοίκησης και των ζητημάτων διαλειτουργικότητας, που είναι μείζονα ζητήματα κάθε συζήτησης περί μιας αξιόπιστης ευρωπαϊκής αποτρεπτικής δύναμης, οι ζυμώσεις περί αμυντικής συνεργασίας δεν μπορούν να λάβουν χώρα σε ένα πολιτικό κενό. Ωστόσο, για το 2025, οποιαδήποτε ελπίδα για ουσιαστικές πολιτικές πρωτοβουλίες, τη στιγμή που η Γαλλία και η Γερμανία βρίσκονται σε εσωτερική πολιτική περιδίνηση, είναι μάλλον ουτοπική, εκτός αν η πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μας εκπλήξει και επιδείξει στη δεύτερη θητεία της εξαιρετικές ηγετικές ικανότητες.

Αρα, τι αναμένουμε το νέο έτος;

Σίγουρα, ορισμένες σημαντικές εξελίξεις στον τομέα της χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής άμυνας που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια μεσο- και μακροπρόθεσμη δυναμική, στη βάση της νεολειτουργιστικής προσέγγισης της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης. Χωρίς ουσιαστικά βήματα εξέλιξης σε πολιτικό επίπεδο, ωστόσο, να διαφαίνονται στον ορίζοντα, τα σχήματα αυτά δεν μπορούν να βοηθήσουν την ΕΕ να διασχίσει τον Ρουβίκωνα της πολιτική ολοκλήρωσης, τουλάχιστον όχι άμεσα. Αρα, για μια ακόμα φορά θα κληθούμε ως Ευρώπη να πληρώσουμε το τίμημα της βραδυκινησίας μας στην αντιμετώπιση των μεγάλων κρίσεων και προκλήσεων, κινδυνεύοντας να ξεπεραστούμε από τις ιστορικές και γεωπολιτικές εξελίξεις. Εκτός κι αν εξωγενείς καταλύτες, όπως η κυβέρνηση Τραμπ 2.0, οι εξελίξεις στην Ουκρανία ή κάποια άλλη κρίση μάς οδηγήσουν να ξεπεράσουμε τις εγγενείς αυτές αδυναμίες μας.