Στις 7 Ιανουαρίου 2015 οι τζιχαντιστές Σερίφ και Σαΐντ Κουάσι εισέβαλαν με Καλάσνικοφ στα γραφεία της σατιρικής εφημερίδας Charlie Hebdo και δολοφόνησαν δώδεκα άτομα τραυματίζοντας άλλα έντεκα. Οι δράστες σκοτώθηκαν σε αναμέτρηση με την Αντιτρομοκρατική στα περίχωρα του Παρισιού, αφού πρόλαβαν να δηλώσουν ότι ήταν μέλη της Αλ-Κάιντα, η οποία λίγο αργότερα ανέλαβε την ευθύνη για το τρομοκρατικό χτύπημα.
Την επόμενη μέρα, ένας συνεργός των αδελφών Κουάσι δολοφόνησε μια δημοτική αστυνομικό στο προάστιο Μονρούζ και τη μεθεπόμενη σκότωσε τέσσερις Εβραίους κατά τη διάρκεια ομηρείας σε σούπερ μάρκετ κόσερ στο νοτιοανατολικό Παρίσι.
Το Charlie Hebdo είχε ανέκαθεν αντικληρικαλιστική φυσιογνωμία και κάποια ροπή προς το γκροτέσκο. Καθώς το αριστερό αναγνωστικό κοινό απομακρυνόταν από τις κοσμικές αρχές και αποκτούσε πιο ραφιναρισμένα γούστα, είχε χάσει πολλούς από τους συνδρομητές του, ενώ παραλλήλως είχε δεχτεί πλήθος μηνύσεων από χριστιανικές και μουσουλμανικές οργανώσεις.
Πάντως, το 2006, όταν αναδημοσίευσε τις γελοιογραφίες του Μωάμεθ από τη δανέζικη εφημερίδα Jyllands-Posten –οι οποίες είχαν προκαλέσει την κατακραυγή του μουσουλμανικού κόσμου και βροχή μηνύσεων εκ μέρους της Ενωσης Ισλαμικών Οργανώσεων της Γαλλίας και του Παγκόσμιου Ισλαμικού Συνδέσμου– το γαλλικό δικαστήριο είχε εφαρμόσει τον νόμο: στη Γαλλία δεν τίθεται νομικό ζήτημα βλασφημίας. Τίθεται όμως κοινωνικό ζήτημα βλασφημίας.
Η σκληρή δημόσια διαμάχη για τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης συνεχίζεται μέχρι σήμερα: η αριστερά (όχι μόνο η άκρα) και οι μουσουλμάνοι κατηγορούν τον μισό γαλλικό πληθυσμό για ισλαμοφοβία, ενώ ο ισλαμικός κοινοτισμός έχει αναδειχθεί σε προτεραιότητα και η λαϊκιστική δεξιά τον χρησιμοποιεί για ψηφοθηρία.
Η Γαλλία είχε απειληθεί πολλές φορές πριν από το 2015.
Αλλά, αν και ισλαμιστικές επιθέσεις είχαν σημειωθεί το 1980, το 1995, το 1996, το 2000, το 2011 –όταν έγινε εμπρησμός στα γραφεία του Charlie– και το 2012, τα χτυπήματα ήσαν και παραμένουν «λίγα».
Το πρόβλημα δεν είναι η ισλαμιστική τρομοκρατία· το πρόβλημα είναι από τη μία πλευρά η ισλαμιστική πίεση, ο εισοδισμός, και από την άλλη η εθελοτυφλία και η λιποψυχία των πολιτικών δυνάμεων του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου. Στην οποία προστίθεται η σιωπή των ειρηνικών μουσουλμάνων.
Αν και τα τελευταία δέκα χρόνια οι γαλλικές αρχές κατάφεραν να περιορίσουν το πεδίο δράσης των τρομοκρατών αποτρέποντας σειρά επιθέσεων, στο επίπεδο της ένταξης των μουσουλμάνων στο κοσμικό κράτος και στον νομικό πολιτισμό δεν πέτυχαν σχεδόν τίποτα.
Οι ισλαμιστές έχουν εισδύσει προ πολλού σε ΜΚΟ και σε πολιτιστικές και αθλητικές οργανώσεις, ενώ διαθέτουν ένα πυκνό δίκτυο τζαμιών και θρησκευτικών σχολείων το οποίο δημιούργησαν με τη στήριξη ισλαμιστικών παραγόντων από το εξωτερικό και χρήσιμων ηλιθίων του Ισλάμ από το εσωτερικό.
Και παρότι μετά το 2015 η κυβέρνηση προέβη σε κλείσιμο ορισμένων τζαμιών που προωθούσαν εξτρεμιστικές ιδεολογίες και απέλασε ξένους ιμάμηδες με ισλαμιστικές αποστολές στο γαλλικό έδαφος, η γενική εικόνα δεν έχει αλλάξει.
Αντιθέτως, εντάθηκαν οι επιθέσεις κατά καθηγητών, ο εκφοβισμός δημοσιογράφων και διανοουμένων που «καταζητούνται νεκροί ή ζωντανοί για εγκλήματα κατά του Προφήτη», καθώς και η θετική δημοσιότητα «αγωνιστών του Ισλάμ» – ράπερ, αθλητών, διασκεδαστών, ιμάμηδων, ισλαμολόγων και ακτιβιστών κατά της ισλαμοφοβίας, η οποία, εφόσον εκλαμβάνεται ως «ρατσισμός», διώκεται ως αδίκημα.
Οι τζιχαντιστές ενέτειναν την προπαγάνδα τους διαβρώνοντας το νομικό σύστημα, απαιτώντας εξαιρέσεις από τον νόμο και απολαμβάνοντας την επιείκεια των αρχών. Αν και μετά τα γεγονότα του 2015 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες έρευνες για τα ισλαμιστικά δίκτυα από την Υεμένη μέχρι το Ιράκ και τη Συρία, οι γαλλικές και γενικότερα οι ευρωπαϊκές αρχές βρέθηκαν μπροστά σε μια λερναία ύδρα την οποία τροφοδοτούσε η ισλαμοαριστερά.
Στο μεταξύ, εκτός του ότι πολλοί ήσαν εκείνοι που το 2015 θεώρησαν ότι το Charlie Hebdo πήγαινε γυρεύοντας και καλά να πάθει, μια οριακή πλειοψηφία κράτησε ουδέτερη στάση, η οποία, όπως συμβαίνει συνήθως με την ουδετερότητα, ευνόησε τους επιτιθέμενους.
Είμαστε όσο δειλοί ήμασταν το 2015;
Σίγουρα, έκτοτε, ο πολιτικός λόγος έχει κάπως απελευθερωθεί.
Ομως, το πρόβλημα της ισλαμιστικής παρουσίας και της μη ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια της Εθνικής Συσπείρωσης στη Γαλλία και της Εναλλακτικής για τη Γερμανία –θα έπρεπε να ντρεπόμαστε που, με το να αρνούμαστε τόσο πεισματικά να αναγνωρίσουμε την έκταση και το βάρος του ισλαμικού κοινοτισμού στις κοινωνίες μας, έχουμε ενισχύσει τέτοια κόμματα. Είναι ενδεικτικό ότι στις σκανδιναβικές χώρες μόλις προσφάτως ελήφθησαν μέτρα για όσους περιφρονούν το Σύνταγμα και τους νόμους επιδιώκοντας να επιβάλουν τη Σαρία. Νομίζω πως είναι αργά.
Τον Ιανουάριο του 2015 βρισκόμουν στο πανεπιστήμιο Birkbeck του Λονδίνου από όπου επέλεξα να φύγω για να μη συναναστρέφομαι εκείνο το εγκληματικό είδος της πολιτικής ορθότητας που έκανε τους διδάσκοντες και τους φοιτητές να κρατούν ίσες αποστάσεις μεταξύ Charlie Hebdo και τζιχαντιστών.
Μερικοί σιωπούσαν από φόβο μήπως απομονωθούν από την ευγενή και λεπταίσθητη κοινότητα των ορθώς σκεπτομένων, άλλοι είχαν βρει ευκαιρία να εκδηλώσουν αντιγαλλικά αισθήματα, εκείνα που υποβόσκουν από τους ναπολεόντειους πολέμους ή κι από τον Εκατονταετή Πόλεμο ακόμα.
Τα αρχαϊκά πάθη δεν πρέπει να υποτιμώνται· εξάλλου, οι ευρωπαϊκές ελίτ ήσαν ανέκαθεν πολύ πιο κοντά στον αραβισμό και στον εξωτισμό παρά στις αρχές του διαφωτισμού. Ούτε το φαινόμενο της οικοφοβίας πρέπει να υποτιμάται: οι δυτικές κοινωνίες εκφράζουν αρνητικότητα και αποστροφή για τον ίδιο τους τον πολιτισμό, αλλά θάμβος προς τον «Αλλο» τον οποίον ηρωοποιούν ως ιστορικό θύμα.
Σήμερα, τα γραφεία του Charlie Hebdo φρουρούνται, πολλοί άνθρωποι που έχουν εκφραστεί εναντίον του Ισλάμ κυκλοφορούν με αστυνομική συνοδεία, η Αντιτρομοκρατική παρακολουθεί άτομα και συσσωρεύει φακέλους, αλλά, παραλλήλως, το αυτομαστίγωμα και ο αντιδυτικισμός οδηγούν σε παραίτηση από τις αξίες που έχουν διαμορφώσει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Καθώς είμαστε νωθροί, άμυαλοι και παραδόπιστοι, δεν αντιμετωπίζουμε το Ισλάμ ως μείζον πολιτικό και πολιτιστικό διακύβευμα, αλλά ως υπόθεση με κλέφτες και αστυνόμους.