Το 2024, η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες σημείωσε ότι τουλάχιστον 117,3 εκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν αναγκαστικά εκτοπισμένοι ως αποτέλεσμα συγκρούσεων και βίας, διώξεων και παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, με τον αριθμό να αυξάνεται σε 120 εκατομμύρια μέχρι τα μέσα του 2024.

Το 70% αυτών παραμένει στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, ωστόσο τα περισσότερα περιοριστικά μέτρα λαμβάνονται στον Παγκόσμιο Βορρά, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ.

Οι μεταναστευτικές ροές έχουν αυξηθεί συγκριτικά με την περίοδο της πανδημίας,

αλλά το ίδιο και οι αντιδράσεις στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η μετανάστευση αποτέλεσε κεντρικό θέμα στις διάφορες εθνικές εκλογές του 2024 και αναμένεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις επερχόμενες γερμανικές εκλογές.

Τα εκλογικά κέρδη των ακροδεξιών κομμάτων έχουν ωθήσει τα κόμματα του Κέντρου και της Δεξιάς να υιοθετήσουν περιοριστικά μέτρα και ακόμη και ξενοφοβική ρητορική, σε μια προσπάθεια να κατευνάσουν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων.

Πρόκειται για μια τάση που θα συνεχιστεί στο 2025 και επηρεάζει ήδη τις πολιτικές, με το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Ασυλο να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα προς μια πολύ συντηρητική κατεύθυνση.

Υστερα από χρόνια διαπραγματεύσεων και αποτυχημένων προσπαθειών, οι Ευρωπαίοι κατέληξαν σε συμφωνία τον Μάιο του 2024 για το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Ασυλο. Το Σύμφωνο αποτελείται από 10 σημαντικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην οχύρωση των συνόρων, στην ενίσχυση του ελέγχου στην επεξεργασία του ασύλου, στην αύξηση των απελάσεων και στη συνεργασία με κράτη προέλευσης και διέλευσης εκτός ΕΕ για τον περιορισμό της παράτυπης μετανάστευσης.

Οι νέες μεταρρυθμίσεις ενσωματώνουν πολλές από τις πρακτικές που έχουν δοκιμαστεί από το 2016 στα ελληνικά εξωτερικά σύνορα και κρίθηκαν προβληματικές, ιδίως σε περιόδους μεγάλης εισροής. Αυτό που χαιρετίστηκε ως σημαντικό βήμα ήταν η εισαγωγή ενός νέου συστήματος αλληλεγγύης που υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να αναλάβουν την ευθύνη είτε μέσω μετεγκατάστασης είτε μέσω άλλων μορφών βοήθειας (χρηματική, τεχνική κ.λπ.).

Παρά ταύτα, το Σύμφωνο διατηρεί τη λογική του κανονισμού του Δουβλίνου – η πρώτη χώρα άφιξης διατηρεί την ευθύνη για την επεξεργασία και τη φιλοξενία των αιτούντων.

Προϊόν πολιτικού συμβιβασμού, η νομοθεσία θεωρείται ήδη ανεπαρκής για την επίτευξη μείωσης των αφίξεων και των αιτημάτων ασύλου. Αν και αναμένεται να τεθεί σε ισχύ στα μέσα του 2026, είναι απίθανο να δούμε πλήρη εφαρμογή της, με τα κράτη-μέλη να αναζητούν ήδη νέους τρόπους για την οχύρωση των συνόρων τους και την υιοθέτηση «έκτακτων» μέτρων.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιστροφές θα αποτελέσουν προτεραιότητα το 2025. Στην ΕΕ, η πλειονότητα των 100.000 εντολών επιστροφής που εκδίδονται κάθε τρίμηνο δεν οδηγούν σε απέλαση. Γι’ αυτό και αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να ακούγονται ριζοσπαστικές ιδέες – όπως αυτές των κόμβων επιστροφής σε τρίτες χώρες – για την επίτευξη υψηλότερου ποσοστού απελάσεων.

Με το τέλος της διακυβέρνησης του Ασαντ στη Συρία τον Δεκέμβριο του 2024, η προσοχή σε πολλά κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, έχει στραφεί στο πόσο γρήγορα μπορούν να επιστρέψουν οι Σύροι.

Αρκετές χώρες ανέστειλαν την επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου των Σύρων

περιμένοντας τις εξελίξεις. Ωστόσο, είναι απίθανο να δούμε το 2025 μεγάλης κλίμακας επιστροφές στη Συρία, παρά μόνο αν η κατάσταση σταθεροποιηθεί και πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο νομικό πλαίσιο για να καταστεί δυνατή η επιστροφή.

Το επόμενο έτος, η Σένγκεν θα συνεχίσει να δοκιμάζεται, όπως και η ικανότητα των κρατών-μελών να επιδεικνύουν αλληλεγγύη και υπευθυνότητα.

Αρκετά κράτη-μέλη θα διατηρήσουν ή/και θα επεκτείνουν τους συνοριακούς ελέγχους εντός του χώρου Σένγκεν, ενώ παράλληλα θα επιδιώξουν να μειώσουν τις δευτερογενείς μετακινήσεις από χώρες πρώτης άφιξης και καταγραφής. Αυτό θα επηρεάσει δυσανάλογα χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία αναμένεται να αντιμετωπίσει πρόσθετες προκλήσεις το 2025.

Από τη μία πλευρά, η Ελλάδα θα συνεχίσει να λειτουργεί ως «φύλακας της πύλης» – ενώ το Σύμφωνο καθιερώνει πλέον μια σαφή σύνδεση μεταξύ μιας χώρας που τηρεί τις ευθύνες της όσον αφορά το άσυλο και τη μετανάστευση προκειμένου να λάβει αλληλεγγύη.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να αναπτύξει μια ισχυρή μεταναστευτική διπλωματία, τόσο στο επίπεδο επίτευξης επιστροφών πέραν της Τουρκίας, αλλά κυρίως για την καθιέρωση επιτυχημένων νόμιμων μεταναστευτικών οδών.

Οι τελευταίες είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση των αναγκών της αγοράς εργασίας και πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα για τη χώρα.

Η νόμιμη μετανάστευση, σε όλες της τις εκφάνσεις, θα αποτελέσει και την μεγάλη πρόκληση της ΕΕ την επόμενη χρονιά.

Η έλλειψη προγραμμάτων νομιμοποίησης, οι περιορισμοί στην είσοδο και απασχόληση, η αδυναμία σύνδεσης της αγοράς εργασίας με όσους χρήζουν προσφυγικού καθεστώτος (και που έχουν δεξιότητες προς αξιοποίηση), παράλληλα με τις αυξανόμενες ανάγκες στην αγορά εργασίας, έχουν ήδη ανακύψει σε διάφορες χώρες αλλά θα ενταθούν.

Η επιστροφή του Τραμπ στη προεδρία των ΗΠΑ θα σηματοδοτήσει και την επιστροφή στην εσωστρέφεια, αλλά και τη μείωση σε προγράμματα μετεγκατάστασης και νόμιμες οδούς – μια προσπάθεια που είχε ξεκινήσει με τη κυβέρνηση Μπάιντεν. Αυτό θα ενισχύσει το ρόλο της ΕΕ, η οποία όμως θα κληθεί να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ κλειστών συνόρων και νόμιμων οδών για πρόσφυγες και μετανάστες με στόχο την ένταξή τους στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.