Πριν από 22 χρόνια, τον Οκτώβριο του 2002, ο βρετανικός «Economist» δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Enduring virtues: Greece’s political dynasties go on and on», το οποίο σημείωνε ότι «υπάρχει μια πτυχή της ελληνικής πολιτικής που είναι αξιοσημείωτα ανθεκτική: η αφοσίωση που νιώθουν οι ψηφοφόροι στα γνωστά παλιά επώνυμα – ακόμη και αν οι πολιτικές και τα πολιτικά στυλ είναι εντελώς νέα». Το άρθρο συνοδευόταν και από έξι φωτογραφίες με τον υπότιτλο: «Ενας Καραμανλής, ένας Μητσοτάκης και ένας Παπανδρέου μετά τον άλλον». Από τις φωτογραφίες απουσίαζε ο Κυριάκος Μητσοτάκης (στη θέση της κληρονόμου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ήταν η Ντόρα Μπακογιάννη), αλλά σίγουρα δύο δεκαετίες μετά ο συντάκτης του άρθρου θα ένιωθε μάλλον δικαιωμένος.
Εκεί όμως που το άρθρο του «Economist» έδινε τη λάθος εντύπωση είναι ότι οι πολιτικές δυναστείες είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνει ο καθηγητής James Loxton σε πρόσφατο άρθρο του στο επιστημονικό περιοδικό Τhe Journal of Democracy, αυτό που ονομάζει «κληρονομική δημοκρατία» είναι χαρακτηριστικό πολλών χωρών. Τόσο σε ανεπτυγμένες (π.χ. οι Κένεντι, Κλίντον και Μπους στις ΗΠΑ και οι Τριντό στον Καναδά) όσο και σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες (π.χ. οι Γκάντι στην Ινδία και οι Μάρκος στις Φιλιππίνες). Και όχι μόνο στο παρελθόν: Αποκλείοντας τους μονάρχες, υπάρχουν σήμερα περισσότεροι δημοκρατικά εκλεγμένοι αρχηγοί κυβερνήσεων των οποίων οι πατέρες ήταν αρχηγοί κυβερνήσεων πριν από αυτούς από ό,τι αυταρχικοί αρχηγοί κυβερνήσεων, για τους οποίους ισχύει το ίδιο! Και μάλιστα σε όλες τις ηπείρους: από το Μεξικό μέχρι την Εσθονία και από τη Γουατεμάλα έως το Πακιστάν. O Loxton είναι έντονα επικριτικός στο φαινόμενο. Υποστηρίζει ότι η «κληρονομική δημοκρατία» συρρικνώνει τη δεξαμενή του πολιτικού ταλέντου και μπορεί να οδηγήσει στη διάψευση των προσδοκιών των ψηφοφόρων (που θεωρούν λανθασμένα ότι ο γιος, η κόρη, η χήρα ή ο συγγενής κάποιου σημαντικού πολιτικού έχει τις ίδιες ικανότητες με αυτόν). Βέβαια, ο καθηγητής σημειώνει ότι αυτά τα αρνητικά αντισταθμίζονται εν μέρει από ένα αξιοσημείωτο όφελος: το μεγαλύτερο αριθμό γυναικών που φτάνουν σε υψηλά αξιώματα σε χώρες όπου υπό άλλες συνθήκες αυτό θα ήταν απίθανο να συμβεί (η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που εξελέγη πρωθυπουργός ήταν η Sirimavo Bandaranaike στη Σρι Λάνκα – τότε Κεϋλάνη – το 1960, έξι δεκαετίες πριν η Σουηδία δει μια αντίστοιχη εξέλιξη). Με πικρία όμως το άρθρο καταλήγει ότι αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος με τον οποίο η δημοκρατία πρέπει να λειτουργεί.
Ωστόσο υπάρχει και ο αντίλογος. Στο προκλητικό βιβλίο του 2003 «In Praise of Nepotism», ο Adam Bellow – γιος του βραβευμένου με Νομπέλ συγγραφέα Saul Bellow – υποστηρίζει ότι ο νεποτισμός (η εύνοια στους συγγενείς) ήταν πάντα μαζί μας και θα είναι πάντα μαζί μας και ότι ο τρόπος με τον οποίο ασκείται σήμερα είναι πολύ λιγότερο κακός από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Περιγράφει τη σύγχρονη εκδοχή αυτού του φαινομένου ως «αξιοκρατικό νεποτισμό», σύμφωνα με τον οποίο οι οικογενειακές διασυνδέσεις βοηθούν ένα άτομο να έλθει στο προσκήνιο, να φτάσει στην πόρτα της ανόδου, αλλά ύστερα από αυτό πρέπει να αποδείξει την αξία του – κάτι που είναι πιθανό να το κάνει, υποστηρίζει ο Bellow, επειδή έχει μαθητεύσει στον ρόλο αυτόν από την παιδική του ηλικία. Αυτό προφανώς δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς, αλλά και τους ηθοποιούς, τους πανεπιστημιακούς, τους συνδικαλιστικούς ηγέτες κ.λπ. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, ισχυρίζεται ότι ο νεποτισμός είναι μια φυσική εξέλιξη καθώς οφείλεται στους δεσμούς μεταξύ παιδιών και γονέων, στη μεταβίβαση της οικογενειακής κληρονομιάς και στον κύκλο της γενναιοδωρίας και της ευγνωμοσύνης που συνδέουν ολόκληρη την κοινωνία. Και επειδή ο νεποτισμός δεν πρόκειται να εξαφανιστεί σύντομα, ο Bellow επιχειρηματολογεί υπέρ μιας «ανοιχτόμυαλης» αντιμετώπισης του φαινομένου.
Ο νεποτισμός προσβάλλει τα αισθήματα της αξιοκρατίας και της ευγενούς άμιλλας σύμφωνα με την οποία αυτά που κερδίζουμε πρέπει να είναι το αποτέλεσμα προσπάθειας και όχι η κατάληξη κληρονομημένων πλεονεκτημάτων. Εδώ και αιώνες, οι άνθρωποι στο όνομα της δικαιοσύνης και της ισότητας αντιμάχονται τον νεποτισμό στα δικαστήρια, στα κοινοβούλια και στους χώρους εργασίας. Εν μέρει πρόκειται για μια διαρκή μάχη το αποτέλεσμα της οποίας παραμένει ανολοκλήρωτο. Μάλιστα στην πολιτική η πρακτική αυτή αναζωπυρώθηκε τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια, ώστε μπορούμε πλέον να μιλάμε για έναν «νέο νεποτισμό».
Από μια διαφορετική οπτική η συζήτηση περί νεποτισμού συσκοτίζει ευρύτερα προβλήματα. Το βασικό πρόβλημα σε χώρες όπως η δική μας είναι η ευνοιοκρατία (ή ο φαβοριτισμός), δηλαδή η εύνοια ενός ατόμου έναντι ενός άλλου με ή συχνότερα χωρίς συγγενικούς δεσμούς. H συζήτηση περί νεποτισμού επισκιάζει τον κομματισμό (τις διακρίσεις με βάση την κομματική ταυτότητα) και τη διαπλοκή (cronyism) – ζητήματα πιο ουσιαστικά και πιο κρίσιμα για τη λειτουργία της δημοκρατίας από τις δυναστείες των πολιτικών. Ισως αν η προσοχή μας εστιασθεί εκεί, τότε θα περιοριστεί και ο νεποτισμός.