Κάθε πετυχημένη ιστορία έχει συνήθως κάπου πίσω της μερικά σκοτεινά παρασκήνια. Ετσι λοιπόν κάτι παρόμοιο ισχύει για κάποιες δυσάρεστες εξελίξεις και γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στο παρελθόν στην ιστορική πόλη του Κέιμπριτζ. Η μικρή αυτή πόλη έχει σημαδέψει την ιστορία με τη λάμψη του πνεύματος και των ακαδημαϊκών της επιτευγμάτων. Πέραν όμως από το Πανεπιστήμιο υπάρχει εκεί και η πόλη του Κέιμπριτζ που είχε μια ανθηρή πορεία ως εμπορικός κόμβος και ισχυρό οικονομικό κέντρο πολύ πριν εμφανισθούν εκεί οι σοβαροί ακαδημαϊκοί σκεπτικιστές και δάσκαλοι τον 13ο αιώνα. Υπήρχε δηλαδή μια πόλη πριν από το Πανεπιστήμιο εκεί. Μια πόλη που ποτέ δεν απέκτησε τις καλύτερες σχέσεις με τους τηβεννοφόρους αξιωματούχους και φοιτητές του ακαδημαϊκού της περιβάλλοντος.

Η εχθρότητα ανάμεσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα και τον τοπικό αστικό πληθυσμό του Κέιμπριτζ ποτέ δεν κόπασε. Ακόμα και στα δικά μου χρόνια θυμάμαι σχεδόν καθημερινούς καβγάδες και επεισόδια ανάμεσα σε φοιτητές και τοπικούς καβγατζήδες. Η αντιπάθεια μεταξύ τους ποτέ δεν κόπασε όλα τα χρόνια που υπήρξε το Πανεπιστήμιο. Ενα πρόσφατο βιβλίο της Caroline Briggs («The Spinning House», 2021) που, σύμφωνα με το περιοδικό «New Statesman», «πετυχαίνει να συγκεράσει την εξονυχιστική έρευνα με τη δημιουργική εξιστόρηση», φέρνει στο φως κάποια παλιά σκοτεινά γεγονότα. Φαίνεται πως στη διάρκεια του 19ου αιώνα το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ έγινε γνωστό για τη λυσσαλέα του εμμονή στην εφαρμογή κάποιων πανάρχαιων διατάξεων που έδινε το δικαίωμα στους πανεπιστημιακούς αξιωματούχους (Dons, κατά τα βρετανικά ειωθότα) να ασκούν πρωτοφανή βία και να προβαίνουν σε άλλες εξευτελιστικές πράξεις κατά τοπικών γυναικών.

Αυτό συνήθως κατέληγε στη σύλληψη χωρίς καμία απολύτως αιτιολογία των γυναικών αυτών, και κράτησή τους σε ειδικά για τον σκοπό αυτόν διαμορφωμένους χώρους στα υπόγεια κάποιων κολεγίων. Ολα αυτά γίνονταν με εντολή των λεγομένων proctors (παιδονόμων) του Πανεπιστημίου που έκαναν και σχετικές περιπολίες στην πόλη. Η παράδοση αυτών των περιπολιών, με τη συνοδεία ενός μπουλντόγκ (εύσωμου δηλ. φύλακα εισόδου κάποιου κολεγίου), είχε διατηρηθεί μέχρι και τα δικά μου φοιτητικά χρόνια, πριν τελικά λίγο αργότερα καταργηθεί!

Οι συλλήψεις αυτών των γυναικών, χωρίς κατηγορία, η κράτησή τους δίχως δίκη και σε άθλιες μέχρι και απάνθρωπες συνθήκες, διατηρήθηκαν για πολλά χρόνια, μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα. Δίδοντας έτσι τεράστια και τελείως αναιτιολόγητα δικαιώματα στις ελίτ του Πανεπιστημίου. Τα θύματα ήταν συνήθως γυναίκες του αστικού πληθυσμού της πόλης που τύχαινε να κυκλοφορούν μόνες στους δρόμους τις νυχτερινές ώρες. Στόχος αυτών των συμπεριφορών των Αρχών του Πανεπιστημίου ήταν η υποτιθέμενη προστασία των ηθικών αρχών των νεαρών κυρίων («young gentlemen») που σπούδαζαν εκεί! Τελικά με νόμους και νεότερους κανονισμούς καταργήθηκαν αυτά τα προκλητικά προνόμια του Πανεπιστημίου που κάποια ίσχυαν μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα! Πίσω από την εκθαμβωτική λάμψη των ακαδημαϊκών επιτευγμάτων του πανεπιστημιακού αυτού ιδρύματος υπήρχαν σκοτεινά παρασκήνια που διήρκεσαν για εκατονταετίες.

Στη Βρετανία δυστυχώς υπήρξαν αρκετά τέτοια σκοτεινά σημεία. Οπως ανέδειξε και το εντυπωσιακό βιβλίο του Patrick Radden Keefe («Say Nothing: A True Story of Murder and Memory in Northern Ireland», 2019) για τις ταραχές της δεκαετίας του ’70 στο Μπέλφαστ. Με οδηγό μια εργασία του σπουδαγμένου στην Οξφόρδη ταξίαρχου Frank Kitson για τον αντι-ανταρτοπόλεμο («Low Intensity Operations», 1970), οι βρετανοί δημιούργησαν στη Βόρεια Ιρλανδία μια στρατιωτική οργάνωση με τα αρχικά MRF (που σήμαινε μάλλον «Military Reaction Force»). Παρά την εμφανή στήριξη των Αγγλων στις δημοκρατικές διαδικασίες και στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το δημιούργημα αυτό του Kitson προέβαινε σε δολοφονίες, απαγωγές, εξαφανίσεις και εικονικές εκτελέσεις πολιτών με την υποψία μόνο πως ανήκαν στον IRA (Irish Republican Army). Μια σειρά από δράσεις δηλαδή που μάλλον αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας, όπως την ξέρουμε.