Στο αφιέρωμα της περασμένης χρονιάς που αφορούσε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις προβλέψαμε επιτυχώς τη διατήρηση των «ήρεμων νερών» για το μεγαλύτερο διάστημα του 2024, καθώς και ότι το ενδιαφέρον του τούρκου προέδρου θα περιοριστεί για μια σειρά από λόγους στη διατήρηση των σχέσεων με την Ελλάδα στο επίπεδο της σχετικής κανονικότητας και σταθερότητας και δεν θα αφορά την επίλυση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.
Θεωρώντας επίσης ως δεδομένη τη στάση της Τουρκίας στον εξελισσόμενο πόλεμο της Ουκρανίας καθώς και στο μέτωπο της Γάζας, προβλέψαμε σωστά ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να αποτελεί έναν χρήσιμο αλλά ταυτόχρονα «προβληματικό» και απονομιμοποιημένο – λόγω της δυναμικής υποστήριξης της Χαμάς – εταίρο για τη Δύση.
Υπερεκτιμήσαμε παρά ταύτα το ενδιαφέρον και κυρίως την αποφασιστικότητα της Δύσης (τόσο της κυβέρνησης Μπάιντεν όσο και της ΕΕ) να θέσουν εκείνοι το πλαίσιο και τα προαπαιτούμενα τόσο της υφιστάμενης όσο και της μελλοντικής σχέσης τους με την Τουρκία, αυξάνοντας έτσι τις πιέσεις και περιορίζοντας τις δυνατότητες του τούρκου προέδρου, κυρίως όσον αφορά την προώθηση όσων μεγαλεπήβολων στόχων του θα έρχονταν σε σύγκρουση με εκείνους των ΗΠΑ ή/και της ΕΕ.
Ομως, στο τέλος της χρονιάς που φεύγει, η Τουρκία όχι μόνο δεν εγκαταλείπει κάποιον από τους μεγαλεπήβολους στόχους της, αλλά αντίθετα αισθάνεται ότι μπορεί να τους διεκδικήσει με ακόμα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Πράγματι, ανεξαρτήτως της μορφής που θα λάβει η τελική διευθέτηση του πολέμου στην Ουκρανία, η Τουρκία δείχνει να βγαίνει – αν και λιγότερο από ό,τι θα επιθυμούσε – κερδισμένη, κυρίως όσον αφορά τον βαθμό εξάρτησής της από τη Ρωσία.
Αναμφίβολα περισσότερο κερδισμένη βγαίνει στο μέτωπο της Συρίας,
όπου μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Ασαντ θεωρεί βέβαιη και με βαρύνοντα λόγο τη συμμετοχή της στο τραπέζι της τελικής διευθέτησης.
Να σημειωθεί ότι ο σημαίνων – εάν όχι καθοριστικός – ρόλος της Τουρκίας στο τέλος του καθεστώτος Ασαντ έχει αναγνωριστεί τόσο από τον πρόεδρο Τραμπ όσο και από την αδύναμη και διστακτική να παρέμβει στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αυτή την ενισχυμένη χρησιμότητα της Τουρκίας για τη Δύση (κυρίως ΗΠΑ και ΝΑΤΟ) δεν πρόκειται να αφήσει βεβαίως ανεκμετάλλευτη ο πρόεδρος Ερντογάν προκειμένου να λάβει ανταλλάγματα όσον αφορά τον «υπαρξιακό κίνδυνο» που συνιστά για την Τουρκία η συνέχιση της αμερικανικής υποστήριξης τόσο προς τους κούρδους μαχητές της Συρίας (την κουρδική οργάνωση YPG-PYD) όσο και προς το Ισραήλ (ευτυχώς η «σύνδεση» του Ισραήλ με τους Κούρδους της Συρίας, την οποία δείχνει ότι επιθυμεί να υποστηρίξει ο πρόεδρος Τραμπ μετά την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο, αναμένεται να προσφέρει στη νέα αμερικανική διοίκηση μια σοβαρή δυνατότητα «μόχλευσης» τόσο έναντι των τουρκικών επιδιώξεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής όσο και έναντι της προσπάθειας «αυτονόμησης» της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τις ΗΠΑ).
Με αναβαθμισμένο λόγο και ρόλο
στα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή και στο πλαίσιο προώθησης του δεδηλωμένου στόχου επίτευξης «στρατηγικής αυτονομίας», η Τουρκία δεν αποκλείεται να επιδιώξει ακόμα και τη διεύρυνση του ρόλου της διεκδικώντας ακόμα και ηγετικό ρόλο μεταξύ των «ανερχόμενων δυνάμεων».
Τι θα μπορούσαν να συνεπάγονται οι παραπάνω παρατηρήσεις για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων στη νέα χρονιά; Αν και για διαφορετικούς λόγους, οι δύο χώρες ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της υφιστάμενης διαδικασίας προσέγγισης.
Για την αναβαθμισμένη Τουρκία με τους μεγαλεπήβολους στόχους, η διατήρηση ενός – έστω σχετικά – σταθερού μετώπου όσον αφορά τη σχέση της με την Ελλάδα επιτρέπει την προώθηση των ευρύτερων φιλοδοξιών της.
Για την Ελλάδα,
η χρονική επιμήκυνση των υφιστάμενων, σχετικά ομαλών, σχέσεων με την Τουρκία αποτελεί την καλύτερη δυνατή εξέλιξη, ειδικά εάν αυτή συμπληρωθεί από τα «κεκτημένα» της διαδικασίας προσέγγισης που αφορούν τη διμερή «θετική ατζέντα», τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και τη συνεργασία μεταξύ των δύο γειτόνων στο Μεταναστευτικό.
Ομως θα εξακολουθούν και στη χρονιά που έρχεται να απουσιάζουν οι συνθήκες που θα υποχρεώσουν τις δύο χώρες (ειδικά την Τουρκία) να εμπλακούν σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις στην προοπτική επίλυσης των προβλημάτων τους.
Πράγματι ο συνειδητά υποβαθμισμένος «πολιτικός διάλογος» και από τις δύο χώρες εξασφαλίζει ότι οι όποιες «διερευνητικές συζητήσεις» δεν πρόκειται να αφορούν την αντιμετώπιση των «πυρηνικών προβλημάτων» της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, αλλά την προσπάθεια επίτευξης κάποιου είδους «μακράς ειρήνης».
Για τους παραπάνω λόγους είναι συνεπώς εξαιρετικά μικρό το ενδεχόμενο είτε ιδιαίτερα θετικών (επίλυση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης) είτε ιδιαίτερα αρνητικών εξελίξεων στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων στη νέα χρονιά (διακοπή της διαδικασίας προσέγγισης και επιστροφή στις επικίνδυνες και απρόβλεπτες σχέσεις του παρελθόντος).
Η πρόβλεψη αυτή για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων
έχει βεβαίως αξία υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση θα διατηρήσει την αυτονομία της από τον σχεδιασμό και τις προτεραιότητες συγκεκριμένων εξωτερικών δρώντων.
Ειδικά όσον αφορά τις ΗΠΑ, που παραμένουν ο «άγνωστος Χ», οι μέχρι τώρα επιλογές πρέσβεων σε Αθήνα και Αγκυρα από τον πρόεδρο Τραμπ καταδεικνύουν μικρή αναγνώριση της σημασίας της Ελλάδας ως πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (αν και μόνο βαρετή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η επιλογή της νέας αμερικανίδας πρέσβεως) και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον δυνητικό ρόλο της Τουρκίας ως «διευκολυντή» (facilitator) της αμερικανικής στρατηγικής σε διάφορες τουρκικές «ζώνες ελέγχου».
Το ίδιο ισχύει και για την Τουρκία στο – μικρό αλλά όχι απίθανο – ενδεχόμενο συμφωνίας με τη νέα κυβέρνηση της Συρίας για την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), με πιθανότερη συνέπεια την απότομη διακοπή της ελληνοτουρκικής προσέγγισης και τη συνακόλουθη ακύρωση της όποιας προόδου θα έχει μέχρι τότε επιτευχθεί.