Διάβαζα το Σάββατο το «Γεύμα των Financial Times» με τον απερχόμενο υπουργό Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, κατά τη γνώμη μου το καλύτερο και πολυτιμότερο στέλεχος της κυβέρνησης Μπάιντεν. Ο τίτλος της συνέντευξης ήταν «Η Κίνα θέλει να το ‘χει δίπορτο», αλλά πραγματική είδηση δεν υπήρχε. Αυτό που υπήρχε ήταν κλίμα. Ενας κανονικός πολιτικός περιέγραφε σε κανονική γλώσσα τι έκανε αυτά τα τέσσερα χρόνια, πώς αντιμετώπισε τις τεράστιες διεθνείς προκλήσεις για τη χώρα του και τη Δύση γενικότερα, τι χώρα αφήνει στον Τραμπ. Κι όταν του ζητήθηκε να κάνει τον απολογισμό σε μια φράση, χρησιμοποίησε μια ατάκα του Μάικ Τάισον: «Εχεις τα καλύτερα σχέδια κι ύστερα σου δίνουν μία στη μούρη».
Ο Κώστας Σημίτης ήταν κατά τη γνώμη μου ο καλύτερος και πολυτιμότερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης. Για όσα πέτυχε, τον καιρό που τα πέτυχε, γράφουν τις τελευταίες ώρες οι καλύτεροι σχολιαστές της χώρας. Το πόσο δύσκολο ήταν να τα πετύχει, το πόσο σκληρά χρειάστηκε να συγκρουστεί με τα οργανωμένα ή ανοργάνωτα συμφέροντα για να προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό της χώρας και την ανάπτυξη της οικονομίας της, φαίνεται και από τον τρόπο που μιλούν γι’ αυτόν, χρόνια τώρα, όσοι τον μισούσαν. Το τι αξιοθαύμαστη προσωπικότητα κρυβόταν πίσω από τον «πρωθυπουργό με το μπλοκάκι», το πόσο πηγαία ευγένεια και πόσο βαθιά παιδεία συνόδευαν αυτό το πάθος, αποκαλύπτεται στις ιστορίες που διηγούνται όσοι τον γνώρισαν, θήτευσαν δίπλα του, διδάχθηκαν από αυτόν.
Πέρα απ’ όλα αυτά, όμως, ο Σημίτης ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, ανήκε δηλαδή σε ένα είδος που κινδυνεύει να εκλείψει. Τα όσα έκανε, ας πούμε, δεν τα έκανε για να πλουτίσει, για να βλάψει τους αντιπάλους του, για να βολέψει δικούς του ανθρώπους ή για να βολευτεί ο ίδιος σε μια θέση μετά την αποχώρησή του από την πολιτική. Τα έκανε γιατί το θεωρούσε χρέος του απέναντι στην πατρίδα. Φυσικά και έκανε λάθη: ανέχθηκε τη διαφθορά γύρω του για να μη διακυβευτεί η ενότητα του κόμματος, έκανε πίσω στο ασφαλιστικό για να μη διαταραχθούν κρίσιμες ισορροπίες στην κοινωνία. Αλλά έτσι συμβαίνει με τους κανονικούς ανθρώπους, που γνωρίζουν, ή πιστεύουν ότι γνωρίζουν, τα όριά τους. Λάθη ισχυρίζονται ότι δεν κάνουν αυτοί που παριστάνουν τους Μεσσίες – και η παρακαταθήκη τους είναι πάντα καταστροφική.
Ο Σημίτης έχτιζε. Ο Σημίτης ένωνε. Ο Σημίτης ενέπνεε. Ο Σημίτης αγωνιούσε: «Οι ευκαιρίες δεν είναι άπειρες», είπε στην εκδήλωση για τα 50 χρόνια του ΠΑΣΟΚ. Αναφερόταν στο κόμμα. Θα μπορούσε να αναφέρεται στη δημοκρατία.
Δικαίως τον χαρακτήρισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης «καταλύτη της δημόσιας ζωής». Τι τον οδήγησε όμως άραγε να τον αποκαλέσει πρώτα «πολιτικό αντίπαλο», έστω «άξιο και ευγενή», κι ύστερα «Πρωθυπουργό που συνόδευσε την Ελλάδα στα μεγάλα εθνικά της βήματα»; Και ποιες ακριβώς ήταν οι «πολιτικές διαφορές» που είχε μαζί του;