Τα αιφνίδια και ακραία καιρικά φαινόμενα, που εκδηλώνονται πλέον συχνότερα και με μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια, οι ξηρασίες, οι καύσωνες, οι πλημμύρες, οι πυρκαγιές, προκαλούν τεράστιες καταστροφές και επηρεάζουν τους υδάτινους πόρους, τη γεωργία, τις υποδομές, την υγεία και την ασφάλεια, ενισχύουν τη μετακίνηση πληθυσμών και δοκιμάζουν τις αντοχές των κυβερνήσεων και των εθνικών οικονομιών.
Ωστόσο συνήθως μια κρίση είναι ένα παροδικό φαινόμενο,
κορυφώνεται και στη συνέχεια υποχωρεί ή εκτονώνεται σε κάτι άλλο, άρα ο όρος «κλιματική κρίση» δεν εμπεριέχει την παράμετρο της διάρκειας.
Επιπλέον δίνει την εντύπωση ότι είναι δυνατή η επιστροφή στην πρότερη κατάσταση. Αυτό όμως είναι πλέον αδύνατο.
H μέση θερμοκρασία της Γης έχει ήδη σκαρφαλώσει
ψηλότερα και οι επιβλαβείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου εξακολουθούν να αυξάνονται ραγδαία.
Εχουμε δηλαδή μπροστά μας ένα φαινόμενο που προκαλεί μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, δηλαδή μια συνθήκη που απαιτεί επειγόντως τη λήψη μέτρων προς δύο κατευθύνσεις: να περιορίσουμε δραστικά τα αίτια και να διαχειριστούμε τις συνέπειες.
Πρόκειται ένα φαινόμενο που θα το βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας και θα πρέπει να μάθουμε να το διαχειριζόμαστε.
Υπάρχουν πρακτικές που μπορούν να βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση, όμως ο ρυθμός κινητοποίησής μας είναι εξαιρετικά αργός.
Η ετήσια Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα (COP29), η οποία ολοκλήρωσε τις εργασίες της πριν από λίγες εβδομάδες στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν (μια χώρα που παράγει και εξάγει ορυκτά καύσιμα, όπως ήταν και η χώρα που φιλοξένησε τη Διάσκεψη το 2023), είχε ως βασικό στόχο την επίτευξη οικονομικής συμφωνίας για τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας και την αντιμετώπιση των κλιματικών καταστροφών των φτωχότερων χωρών που πλήττονται περισσότερο και αδυνατούν να ανταποκριθούν.
Συμφωνία υπήρξε, αλλά είναι κατώτερη των προσδοκιών.
Θα παρέχονται 300 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2035, ενώ χρειάζονται τρισεκατομμύρια. Το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώνει την περσινή μας διαπίστωση, ότι η παγκόσμια συνεργασία για το κλίμα υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών είναι μεν σημαντική διότι διατηρεί ένα κανάλι επικοινωνίας, δεν αποτελεί όμως πανάκεια, ούτε παρέχει ουσιαστικές λύσεις για τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής.
Η επίμονη αναζήτηση παγκόσμιας συναίνεσης κατεβάζει τον πήχη στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή.
Στο μεταξύ, η επικείμενη ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από τον πιο γνωστό αρνητή της κλιματικής αλλαγής δεν είναι καλό νέο.
Βεβαίως, οι συνθήκες δεν είναι ίδιες με το 2016, όταν ο ίδιος απέσυρε από τη Συμφωνία του Παρισιού τις ΗΠΑ, δεύτερη χώρα στον κόσμο με τις μεγαλύτερες εκπομπές.
Τότε η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να πειστεί ο μεγαλύτερος ρυπαντής, δηλαδή η Κίνα, να αναλάβει δεσμεύσεις μείωσης των επιβλαβών εκπομπών.
Σήμερα η Κίνα εξακολουθεί μεν να βασίζεται στον άνθρακα ως κύρια πηγή παραγωγής ενέργειας, έχει όμως επενδύσει σημαντικά στην επέκταση των ΑΠΕ, φιλοδοξώντας να γίνει κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2060 και ταυτόχρονα να διατηρήσει ψηλά τις εξαγωγές υλών που είναι απαραίτητες για την καθαρή ενέργεια.
Συνεπώς έχει και έναν οικονομικό λόγο να στηρίζει την πράσινη μετάβαση.
Η Ινδία, που σκαρφάλωσε στην τρίτη θέση στον κατάλογο των παγκόσμιων ρυπαντών, επίσης επενδύει σημαντικά στις ανανεώσιμες πηγές, έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για το 2030 και ηγείται παγκόσμιων πρωτοβουλιών, όπως η International Solar Alliance, για την ταχύτερη ανάπτυξη των τεχνολογιών ηλιακής ενέργειας, που θα βελτιώσουν την πρόσβαση στην ενέργεια και θα εξασφαλίσουν ενεργειακή ασφάλεια στις συμμετέχουσες χώρες.
Παρά την έντονη πολιτικοποίηση της πράσινης μετάβασης τις παραμονές των ευρωεκλογών, η Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία κατατάσσεται τέταρτη στον κατάλογο των παγκόσμιων ρυπαντών, παρέμεινε προσηλωμένη στην επίτευξη του στόχου της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας να πετύχει την κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050.
Μετά την υιοθέτηση του μεγαλύτερου μέρους της απαραίτητης νομοθεσίας, η προσοχή τώρα στρέφεται στην εφαρμογή, η οποία προϋποθέτει τη συνεργασία των κρατών-μελών για να επιτευχθεί ο συλλογικός ευρωπαϊκός στόχος.
Η υλοποίηση δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, αν λάβουμε υπόψη τη μεγάλη αναστάτωση που ταλανίζει την Ευρώπη. Θα πετύχει μόνο αν ο στόχος των μηδενικών εκπομπών άνθρακα συνδυαστεί με τον οικονομικό μετασχηματισμό της Ευρώπης.
Η Ελλάδα προχωράει αργά αλλά σταθερά την πράσινη μετάβαση.
Η αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα δίνει μεγάλο προβάδισμα στην αξιοποίηση εγχώριων πηγών ενέργειας, όπως ο ήλιος και ο άνεμος, δηλαδή ανεξάντλητες πηγές, βεβαιωμένες και όχι πιθανολογούμενες, εδραιώνοντας ένα σύστημα που θα αξιοποιεί περισσότερο τους φυσικούς πόρους που έχουμε.
Ωστόσο δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί πώς το εν εξελίξει πρόγραμμα εξόρυξης υδρογονανθράκων (δηλαδή ορυκτών καυσίμων) συνάδει με τους ευρωπαϊκούς στόχους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Επιπλέον καθυστερεί η εφαρμογή σημαντικών διατάξεων του Εθνικού Κλιματικού Νόμου, όπως για παράδειγμα η υποχρέωση των δημοτικών Αρχών να καταρτίσουν πενταετή σχέδια μείωσης των εκπομπών.
Είναι προφανές ότι χρειάζεται ένας άλλος τρόπος σύμπραξης της κεντρικής κυβέρνησης με την τοπική αυτοδιοίκηση και όχι απλώς μετάθεση της ευθύνης στους δήμους.
Πέρα όμως από την αντιμετώπιση των αιτίων, που αποτελεί το ένα σκέλος της κλιματικής δράσης, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί και στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, στην προετοιμασία για τη διαχείριση του αναπόφευκτου.
Δεν αναφερόμαστε μόνο στα αντιπλημμυρικά έργα ή στην αγορά περισσότερων πυροσβεστικών οχημάτων και τον συντονισμό των αντίστοιχων υπηρεσιών. Η έμφαση στην πρόληψη (έλεγχος των ευάλωτων περιοχών, κάλυψη ανοιχτών χώρων με δέντρα, καλύτερη διαχείριση του νερού κ.ά.) και την εκπαίδευση των πολιτών αποτελούν επίσης κρίσιμους παράγοντες.
Ο προσδιορισμός και η κατανόηση των προκλήσεων
αποτελούν προτεραιότητα, και εδώ χρειάζεται να βρεθεί κοινή γλώσσα επικοινωνίας ανάμεσα στην επιστήμη, την πολιτεία και την κοινωνία. Σε μια περιοχή που θερμαίνεται πιο γρήγορα από άλλες περιοχές του πλανήτη, εξελίσσεται σε μείζον ζήτημα η επικοινωνία των κινδύνων αλλά και των καλών πρακτικών.
Σήμερα πολλές από τις επικοινωνιακές δράσεις προσπαθούν να πείσουν τους δύσπιστους ότι η κλιματική αλλαγή συμβαίνει και είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Ομως οι περισσότεροι πολίτες ήδη το γνωρίζουν.
Αυτό που δεν ξέρουν είναι πώς επηρεάζεται ειδικότερα η περιοχή στην οποία ζουν και τι πρέπει να κάνουν για να προστατεύσουν τα σπίτια, τη γη, τις επιχειρήσεις, τις υποδομές, ώστε να γίνουν πιο ανθεκτικά στην κλιματική αλλαγή. Ο χρόνος ήδη μετράει αντίστροφα.