Για το πολιτικό έργο του Κώστα Σημίτη, το αποτύπωμά του, τις επιλογές, τις αποφάσεις του, τον τρόπο που χειρίστηκε τις «στραβές» της διπλής πρωθυπουργικής του «βάρδιας» (για να θυμηθούμε και το λανγκάζ στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που ξεκίνησαν την πολιτική τους καριέρα και γαλουχήθηκαν στα πασοκικά γραφεία των εσωκομματικών αντιπάλων του) τα λένε πολύ καλύτερα, σήμερα, άλλοι συνάδελφοι στην εφημερίδα.
Εγώ θα σταθώ μόνο στη χολή και το μίσος που ξεχύνονται στο Διαδίκτυο από προχθές, μόλις έγινε γνωστός ο θάνατός του. Για να επιβεβαιώσει ότι η προσωπικότητα και η αξία κάποιου προσδιορίζεται από τους «εχθρούς» και τους αντιπάλους του.
Αρχικά σοκαρίστηκα. Αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα ότι όλη αυτή η τοξική χυδαιότητα συνάδει απόλυτα με τα πολιτικά, διαδικτυακά αλλά όχι μόνο, ήθη μας. Ο οχετός της λυματολάσπης που ξεχύθηκε με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, φαίνεται ότι έχει ακόμη απόνερα. Κι εκεί κολυμπούν αντάμα – όπως άλλωστε και στους «Αγανακτισμένους» – υστερικοί αριστεροί και ακροδεξιοί. Το μίσος για τον εκλιπόντα τους ενώνει με έναν τρόπο που τους απογυμνώνει και τους γελοιοποιεί.
Για παράδειγμα, γυναίκα βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, άρχισε με ανασκόπηση κηδειών από Κωστή Παλαμά και δώθε. Γιατί, σου λέει, η κηδεία του Σημίτη δεν θα έχει τον κόσμο που μάζεψε η κηδεία του Καζαντζίδη, της Βουγιουκλάκη ή του Γρηγόρη Λαμπράκη άρα νούλα ο κύριος. Αυτό, αλήθεια, με τις sold out κηδείες δεν το είχα σκεφτεί και, αν το πάμε έτσι, ένα από τα καλύτερα sold out των τελευταίων δεκαετιών ήταν το κατευόδιο του Παντελή Παντελίδη που είχε και μεγάλη μουσική υποστήριξη. (Ευτυχώς, το σκέφτηκαν κάποιοι σαν τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που επέλεξαν να κάνουν το τελευταίο ταξίδι τους μακριά από το «αγριεμένο» πλήθος). Κι ήρθε μετά και η ανακοίνωση του εθνικού τετραήμερου πένθους και βγήκαν στα κάγκελα η τραυματική Αριστερά μαζί με τη Λατινοπούλου και γιατί τόσες μέρες και, κανονικά, θα έπρεπε να πενθεί η Τουρκία και το θέμα άρχισε να θυμίζει Τσιφόρο. Μέχρι που βγήκε μία άλλη ξανθή κυρία του πάλαι ποτέ ΣΥΡΙΖΑ και κατήγγειλε ότι, επί Σημίτη, γίνονταν παρεμβάσεις, προφανώς από το γραφείο του, σε ένα σίριαλ που είχε γράψει (το οποίο πήγαινε άπατο) και το θέμα απογειώθηκε και έμεινα εγώ να αναλογίζομαι τι είναι αυτή η μαγιά που φουσκώνει τόσο πολύ την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων και τους κάνει να πιστεύουν ότι όλοι ασχολούνται μαζί τους.
Αφήστε που μας πέταξαν στη μούρη κι ένα μάθημα Ελληνικών οι Μπαμπινιώτισσες για να μάθουμε κι εμείς τι πάει να πει το «ο νεκρός δεδικαίωται» που δεν σημαίνει ότι δικαιώνεται αλλά ότι δεν μπορεί, πλέον, να αδικήσει.
Ναι, το ξέρουμε, μόνο που εκτός από τη Γραμματική, υπάρχει και φιλότιμο, υπάρχει και το ήθος. Αυτό που μας επιβάλει να μην αρχίσουμε να ξερνάμε χολή πάνω από μία ζεστή ακόμη σορό. Ή, μάλλον, να μην ξερνάμε το σώψυχά μας. Διότι όταν μιλάμε με τέτοιο μίσος για έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να μας απαντήσει, δείχνει ένα δικό μας τεράστιο εσωτερικό κενό. Από εκείνα που δεν καλύπτονται με τίποτα.
Προς τι το μίσος;
Είναι σαφείς οι αιτίες αυτού του διαδικτυακού μίσους. Ο Σημίτης, γνήσιος εκσυγχρονιστής ων, στάθηκε απέναντι στον λαϊκισμό απ’ όπου κι αν προερχόταν. Μόνο που, επί των ημερών του, κυκλοφορούσε ακόμη καμουφλαρισμένος. Με στολή παραλλαγής και βαρύ μακιγιάζ (μας το θύμισε ο Χρήστος Χωμενίδης), όπως δηλαδή εμφανιζόταν η συγχωρεμένη η Μαλβίνα Κάραλη στις εκπομπές της, όπου σφυροκοπούσε καθημερινά και χωρίς κανένα απολύτως επιχείρημα τον Σημίτη. Για το ύψος του, για τις ελιές στο πρόσωπό του και άλλα τέτοια που ουδεμία σχέση είχαν με την πολιτική. Από εκεί συνέχισαν οι σημερινοί υβριστές του. Αυτοί που φοβούνται τον εκσυγχρονισμό και επενδύουν στη στείρα πατριδοκαπηλία διότι γνωρίζουν ότι, εκτός κάποιων σχημάτων, οι ίδιοι φαίνονται γραφικοί και «ολόγυμνοι».