«Ο εκσυγχρονισμός δεν έχει ημερομηνία λήξης. Είναι μια διαρκής διεργασία, έχοντας βάση τις αξίες της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της διαρκούς διεύρυνσης των δυνατοτήτων του ατόμου. Αποτελεί όρο με περιεχόμενο και πολιτική αξία. Ενα εργαλείο δράσης για την αλλαγή της κοινωνίας όσο υπάρχει παρελθόν που καθορίζει το παρόν και εμποδίζει την προσαρμογή στο μέλλον».

Ισως τίποτε δεν καθόρισε περισσότερο την πολιτική ταυτότητα του Κώστα Σημίτη από τον όρο «εκσυγχρονισμός». Κι αυτό το απόσπασμα από μια παλαιότερη ομιλία του, που θυμήθηκε ο Πρωθυπουργός στη δική του συλλυπητήρια δήλωση, δεν είναι τίποτε περισσότερο από την περιγραφή της φωτεινής πορείας που διέγραψε ο εκλιπών στη δημόσια ζωή της χώρας. Αν και είναι δύσκολο για μένα να είμαι αντικειμενικός απέναντί του, καθώς τη σχέση μας την καθόριζαν πάντα ο αλληλοσεβασμός και η εκτίμηση, όπως κατ΄ επανάληψιν έχω σημειώσει εδώ, ο Κ. Σημίτης δεν ήταν απλά ένας καλός πρωθυπουργός, πιθανότατα – κι αυτό είναι έργο του ιστορικού του μέλλοντος να το εκτιμήσει – ήταν ο πιο σοβαρός, ικανός, οργανωμένος και πραγματιστής πρωθυπουργός που είχε η χώρα στην 50ετία της Μεταπολίτευσης.

Η δική του Ελλάδα

Αν αυτά φαντάζουν ίσως λίγο υπερβολικά, προσκαλώ τον καθένα να ρίξει μια ματιά στην 8ετία που διακυβέρνησε τη χώρα. Παρέλαβε μια εξουσία η οποία ταλαντευόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας εξαιτίας των προβλημάτων υγείας του Ανδρέα, την μπόλιασε με ένα νέο, ενθουσιώδες και με όρεξη για δουλειά πολιτικό προσωπικό, άλλαξε δομές και ύφος εξουσίας και δημιούργησε τις συνθήκες για την ισχυρή Ελλάδα, η οποία:

– έγινε πλήρες μέλος της ζώνης του ευρώ

– επέτυχε τη μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία της 50ετίας που ήταν η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση

– μετείχε ολοκληρωμένα στον σκληρό πυρήνα των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης

– απέφυγε έναν καταστροφικό πόλεμο με την Τουρκία, γυρίζοντας την πλάτη στους πατριδοκάπηλους των Ιμίων.

Με όραμα για την Ελλάδα και με γνώση των δομικών προβλημάτων που την κατατρέχουν δεκαετίες τώρα, ο Κ. Σημίτης ήταν αυτός που:

– έθεσε τις βάσεις για τον σοβαρό εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης με ένα πλήθος διοικητικών και νομοθετικών αλλαγών

– «άνοιξε» τους θεσμούς στην κοινωνία

– κατέστησε ισχυρότερη τη δημοκρατία, και ταυτόχρονα

– υλοποίησε ένα τεράστιο έργο εκσυγχρονισμού των υποδομών της, παράλληλα με τα έργα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.

Η Ελλάδα που παρέδωσε το 2004 στη Νέα Δημοκρατία του Κ. Καραμανλή ήταν μια διαφορετική Ελλάδα από αυτή που είχε εκείνος παραλάβει στις 16 Ιανουαρίου 1996 από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Καλύτερη! Πιο δυνατή, πιο σύγχρονη, πιο σημαντική διεθνώς, λιγότερο μίζερη και περισσότερο «ευρωπαία».

Λάθη και παραλείψεις

Ηταν «άγιος» ο Σημίτης; Είχαν θετικό πρόσημο όλα όσα συνέβησαν στη διάρκεια της 8ετίας του, αλλά και πριν απ΄ αυτήν; Ηταν ανεπίληπτη σε όλα η διακυβέρνησή του; Προφανώς όχι. Και λάθη έκανε, και παραλείψεις είχε, και για αβλεψίες είναι υπόλογος, και ανεκτικότητα επέδειξε σε φαινόμενα τα οποία θα έπρεπε να τον είχαν κινητοποιήσει για να τα αντιμετωπίσει, πριν αυτά λάβουν χαρακτήρα μείζονος σημασίας.

Γράφεται συχνά, και λέγεται επίσης, ότι «ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας», και προσδίδεται σε ένα απόσπασμα της προς Ρωμαίους επιστολής του Απόστολου Παύλου η έννοια ότι αυτός που εγκαταλείπει τα εγκόσμια απαλλάσσεται κάθε αμαρτίας από όσα έχει πράξει εν ζωή. Πρόκειται για ένα λάθος, στο οποίο συχνά υποπίπτουν δημοσιολογούντες και άλλοι, καθώς η αναφορά του Απόστολου Παύλου αφορά το βάπτισμα ενός ανθρώπου, και όχι τον θάνατό του.

Ο Κ. Σημίτης λοιπόν δεν χρειάζεται να «δικαιωθεί» από κανέναν, διότι απορροφημένος όπως ήταν στο τεράστιο έργο του εκσυγχρονισμού της χώρας δεν αντελήφθη ότι στις παρυφές της εξουσίας – όπως και κάθε εξουσίας άλλωστε… – εμφανίστηκαν φαινόμενα διαφθοράς. Δεν χρειάζεται επίσης να «δικαιωθεί» από κανένα, διότι επιτήδειοι εκμεταλλεύτηκαν την εκρηκτική άνοδο της ελληνικής οικονομίας επί των ημερών του και δημιούργησαν το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου. Ούτε έχει ανάγκη καμιάς «δικαίωσης» για το «ευχαριστώ» στους Αμερικανούς, που παρενέβησαν για να αποσοβηθεί ένας πόλεμος με την Τουρκία για τα Ιμια, που θα γύριζε τη χώρα δεκαετίες πίσω.

Τίποτε όμως δεν είναι όλα αυτά μπροστά στα όσα πρόσφερε στην πατρίδα. Κι όσοι τα επικαλούνται, το κάνουν αποκλειστικά και μόνο για να ακυρώσουν το γεγονός ότι σφράγισε καταλυτικά την πορεία της χώρας.

Το «μπλοκάκι» που άφησε εποχή

Προσωπικά, που λόγω της δουλειάς είχα την ευκαιρία να καλύψω δημοσιογραφικά όλα τα χρόνια της διακυβέρνησής του, αλλά και τα χρόνια πριν αναλάβει πρωθυπουργός, έχω να πω ότι ήταν το είδος του πολιτικού που δεν σε συνεπαίρνει με την ευφράδειά του ή με τον βερμπαλιστικό του λόγο. Η σκηνική του εμφάνιση δεν είχε τίποτε από εκείνα που χαρακτηρίζουν έναν πολιτικό του lifestyle, που κατακτάει από την πρώτη στιγμή το ακροατήριο με τα συνθήματα, τις ατάκες ή τη γλώσσα του σώματος. Δεν το «είχε», που λένε, με το «μπαλκόνι». Παρά τις προσπάθειες των συνεργατών του, δύσκολα κατάφερνε να δημιουργήσει στους οπαδούς κλίμα ενθουσιασμού. Γι’ αυτό και απέφευγε όσο μπορούσε τις δημόσιες εμφανίσεις. Ακόμη και στις προεκλογικές περιόδους, μόνο τα απολύτως απαραίτητα.

Ηταν ένας τεχνοκράτης, και αυτό το ακολουθούσε σε ό,τι έκανε. Αυστηρός, με μια λεπτή αίσθηση του χιούμορ, σοβαρός, όχι σοβαροφανής, ευφυής, ολιγόλογος, αλλά και απίθανα οργανωτικός, άφησε στο Μέγαρο Μαξίμου κάτι που κανείς απ’ όσους τον ακολούθησαν στην πρωθυπουργία της χώρας δεν κατάφερε να επιτύχει: την προσήλωσή του στο πρόγραμμα και την οργάνωση. Το «μπλοκάκι» του Σημίτη θα μείνει στην Ιστορία ως το απόλυτο εργαλείο διακυβέρνησης, καθώς ταυτίστηκε με τον έλεγχο και τη λογοδοσία των υπουργών του για την πορεία υλοποίησης κάθε κυβερνητικής απόφασης που είχε ληφθεί.

Η ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ

Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν πριν από κανένα δίμηνο στο αγαπημένο του Da Capo, για espresso, συντροφιά, όπως πάντα, με την κυρία Δάφνη. Δεν έμεινε πολύ, ήπιε τον καφέ, ανταλλάξαμε δυο τρεις κουβέντες και αποχώρησε με τη σύζυγό του. Εδώ και περίπου δύο χρόνια, λόγω της επιβάρυνσης της υγείας του, είχε περιορίσει σημαντικά τις μετακινήσεις του, αλλά πάντα αγαπούσε να κάνει μικρούς περιπάτους στην Πλατεία Κολωνακίου, πάντα με τον Θανάση Φιλιππόπουλο, φύλακα – άγγελο, δίπλα του.

Δεν σταμάτησε να ασχολείται με την πολιτική μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Διάβαζε εφημερίδες, ενημερωνόταν, μιλούσε με φίλους – και είχε πάντα άποψη για τις πολιτικές εξελίξεις. Οπως και την αγωνία για το ΠΑΣΟΚ και την επανάκαμψή του στο προσκήνιο. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Νίκο Ανδρουλάκη και για χάρη του πραγματοποίησε την τελευταία του πολιτική ομιλία. Ηταν στη μεγάλη γιορτή στο Ζάππειο για τα 50 χρόνια από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Εκεί όπου, μιλώντας προς το πλήθος, ουσιαστικά άφησε την παρακαταθήκη του για το μέλλον του Κινήματος, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος και, όπως σοφά παρατήρησε ο Ευ. Βενιζέλος, υπήρξε ο δεύτερος – μετά τον Ανδρέα – ιστορικός του ηγέτης. Αντιγράφω, και μ’ αυτό θα κλείσω (για σήμερα) γι’ αυτόν τον μεγάλο Ελληνα:

«Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ο προοδευτικός κόσμος ζητάει απαντήσεις και κυρίως μια διέξοδο για να μπορέσει να ελπίσει ξανά. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να πρωταγωνιστήσει στις εξελίξεις αυτές, προσφέροντας το όραμα και το σχέδιο για την ανασυγκρότηση της χώρας προς μια προοδευτική κατεύθυνση. Είναι μια ευκαιρία. Οι ευκαιρίες δεν είναι άπειρες».

Σαν να έλεγε «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω», Νίκο Ανδρουλάκη…