Σ’ αυτό το κείμενο αφιερωμένο στη μνήμη του καλύτερου μεταπολεμικού μας πρωθυπουργού, όπως επανειλημμένα έχω γράψει σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα, δεν θα μείνω στα επιτεύγματα της πολιτικής του.

Ενδεικτικά σταχυολογώ μόνο την είσοδο στην ΟΝΕ, την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, τη συμμετοχή της χώρας στον πυρήνα των αποφάσεων για την πορεία και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα έργα υποδομών και τη δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας με σοβαρές κοινωνικές υπηρεσίες (βοήθεια στο σπίτι, ενισχυτική διδασκαλία, σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, ολοήμερο σχολείο).

Πολιτικός αντίπαλος

Τα περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και της Νέας Αριστεράς αντιμετώπισαν ευγενικά μεν τον θάνατο του Κώστα Σημίτη, αλλά όλα συναινούν πως αυτός ήταν «πολιτικός αντίπαλός» τους.

Ούτε ένας δεν τον είδε ως πολιτικό σύμμαχο, όπως πολλές φορές στην Ευρώπη ήταν η σοσιαλδημοκρατία και η μη κομμουνιστογενής Αριστερά και όπως αυτός τους είχε ζητήσει στο Συνέδριο του Συνασπισμού το 1996.

Ο κόσμος των απλών μελών και μεσαίων στελεχών αυτών των κομμάτων τον αντιμετώπισε χειρότερα και από τη Λατινοπούλου. «Ολετήρα νεοφιλελεύθερο, κοινωνικά ανάλγητο, προδότη» τον είπαν.

Κώστας Σημίτης: Γιατί κατηγορήθηκε

Τον κατηγόρησαν για το Χρηματιστήριο, τους Ολυμπιακούς, για δημιουργική λογιστική για την είσοδο στο ευρώ, μέχρι και για τη χρεοκοπία. Αυτόν και όχι τον Κώστα Καραμανλή. Φαίνεται πως γι’ αυτούς ο Σημίτης είναι πιο αντίπαλος από τον Καραμανλή. Ετσι μάλλον τους δίδαξε και ο «παλιός» Τσίπρας. Γιατί ο «νέος» ήταν πιο εγκρατής και λογικός.

Ποτέ δεν έγινε αντιληπτό όμως τόσο από τους αριστερούς όσο και από τους δεξιούς (και τους ακροκεντρώους) πως ο Σημίτης πίστευε βαθιά στη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς και στη διαρκή επικαιρότητά της. Ο Σημίτης ήταν από οικογενειακή καταγωγή, πολιτική συγκρότηση και κουλτούρα αριστερός. Πολύ περισσότερο αριστερός απ’ όσους ομνύουν καθημερινά στον λαό και εννοούν συγκεκριμένα συντεχνιακά συμφέροντα, όσους θεωρούν ότι αριστερό είναι να μην αλλάζει τίποτα, όσους πιστεύουν ότι κράτος πρόνοιας σημαίνει προστασία επαγγελματικών θέσεων και όχι παροχή υπηρεσιών στους πολίτες και όσους θεωρούν ότι η προάσπιση των δημόσιων αγαθών προϋποθέτει ένα κράτος Λεβιάθαν που τα πάντα θωρεί και επιβλέπει.

Λαϊκισμός

Ηταν κατά του λαϊκισμού, αλλά ποτέ δεν βάφτισε λαϊκισμό κάθε λαϊκό αίτημα και ποτέ δεν πίστεψε πως μπορεί κανείς να εφαρμόζει προοδευτικές πολιτικές αγνοώντας τις λαϊκές αγωνίες.

Επί Σημίτη η νομιμοποίηση της εξουσίας έπαψε να στηρίζεται στον χαρισματικό ηγέτη, στο κόμμα και στον «πατριωτικό» εθνικισμό. Ο Κώστας Σημίτης αναζήτησε τα στηρίγματα της εξουσίας του όχι στο κόμμα του, το οποίο για πολύ καιρό τον θεωρούσε ξένο σώμα, αλλά σε έναν ορθολογικό και θεσμικό τρόπο λειτουργίας. Αυτό σήμαινε μετάθεση των κέντρων εξουσίας από το αρχηγοκεντρικό ΠΑΣΟΚ σ’ ένα κόμμα αρχών. Εκεί απέτυχε, και πάνω σ’ αυτή την αποτυχία στήθηκε και η όντως μεγάλη διαφθορά.

Ο Σημίτης στο βιβλίο του «Δρόμοι ζωής» (Πόλις, 2015) έγραφε: «Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να συγκλίνει στον επιθυμητό βαθμό με τις ευρωπαϊκές χώρες, παρά τις μεταβολές που επήλθαν. Δομές, λειτουργίες και νοοτροπίες μιας κοινωνίας, που διαμορφώνονταν επί έναν και πλέον αιώνα, δεν αλλάζουν μέσα σε τριάντα χρόνια» (σ. 626-627). Και ήθελε να τις αλλάξει αυτές τις δομές. Κατάφερε πολλά, αλλά όχι όλα. Ο Κώστας Σημίτης ήταν Ευρωπαίος και σοσιαλδημοκράτης και ως τέτοιος ήταν αριστερός στην ψυχή, στην καρδιά αλλά και στην πράξη.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας