Θα έπρεπε να προστεθεί η λέξη «προσωπικοί», δηλαδή «οι ωραίοι προσωπικοί λογαριασμοί», ο τίτλος όμως δεν θα γινόταν μόνο αρκετά μακρύς, αλλά θα προετοίμαζε και για μια ειδικού ενδιαφέροντος θεώρηση, γεγονός που κάθε άλλο παρά συμβαίνει με το σημερινό μας σημείωμα. Αφορά σε δύο περιστατικά, ανόμοια μεταξύ τους, που θα άξιζε να μην τα ξεχάσουμε, όσοι τουλάχιστον συνέβη να τα πληροφορηθούμε, ή να προσπαθήσουμε να μην τα ξεχάσουμε, αφού και τα δύο εικονογραφούν σε ένα πολλοστημόριο έστω το απροσμέτρητο βάθος της πάντα δύσκολα ανιχνεύσιμης αλλά και πάντα γρηγορούσας ανθρώπινης εσωτερικότητας.

Μια γυναίκα, μέσης ηλικίας, που είχε κινδυνεύσει ο πατέρας της σοβαρά λόγω προβλημάτων καρδιάς πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια, πηγαίνει έκτοτε καθημερινά στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου όπου είχε νοσηλευτεί και ανάβει ένα κερί στο όνομα του γιατρού που τον είχε χειρουργήσει. Το δεύτερο περιστατικό, εντελώς πρόσφατο, σημειώθηκε στην πρεμιέρα ενός θεατρικού έργου που με πολύ μεγάλη επιτυχία παίζεται αυτή την εποχή και αφορά στην ερωτική σχέση δύο νέων αντρών, όπως εξελίσσεται στα βουνά του Γουαϊόμινγκ στις Δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Εργο τόσο πιο εντυπωσιακό και αποκαλυπτικό συνάμα όσο στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά των δύο νέων αντρών ενώ δεν αναγνωρίζεται κανένα στοιχείο που θα έκανε τη σχέση αυτή δυνατή να πραγματοποιηθεί ή προβλέψιμη.

Ενας προσεκτικός θεατής την ημέρα της πρεμιέρας, όπως ήδη σημειώσαμε, θα παρατηρούσε τα δύο ακριανά καθίσματα της πρώτης σειράς στην πλατεία, ενώ η αίθουσα ασφυκτιούσε, να έχουν παραμείνει κενά. Χωρίς να χρειαστεί να κρυφακούσουμε, δεν άργησε να έρθει η εξήγηση, όταν στο τέλος της παράστασης, υπό την επήρεια της μεγάλης συγκίνησης που είχε φαίνεται αισθανθεί, ένας καλοβαλμένος, πολύ ευγενής και πολύ συνεσταλμένος, γύρω στα εξήντα του χρόνια θεατής, εξομολογήθηκε στο φιλικό μας πρόσωπο που καθόταν ανάμεσα στον ίδιο και σε μας πως οι δύο θέσεις δεν είχαν παραμείνει τυχαία κενές. Τις είχε «κλείσει» ο ίδιος, αγοράζοντας τα εισιτήρια που τους αντιστοιχούσαν, ώστε να αισθάνεται πως παρακολουθούν την παράσταση μαζί του οι δύο άντρες που είχε παντρευτεί – ο ένας ήταν Ολλανδός και ο δεύτερος Γερμανός – αλλά είχε πλέον χωρίσει και με τους δύο. Ειπωμένο χωρίς καμιά διάθεση να προκαλέσει, αλλά ως έκφραση ενός καημού που, αν και προσωπική υπόθεση, θα μπορούσε να τον μοιραστεί, αν όχι με «συνένοχους», τουλάχιστον με υποψιασμένους γενικότερα ανθρώπους, αυτόματα σε έκανε να σκεφτείς πόσο ιδιαίτεροι παραμένουμε όλοι μας όταν προσπαθούμε να τακτοποιήσουμε μέσα μας τους λογαριασμούς μας με τον χρόνο και κυρίως με τους άλλους.

Πόσο αισθανόμαστε να μεγαλώνουμε εσωτερικά όσο περισσότερο ανίσχυροι νιώθουμε, μέσα μας πάντα, σε σχέση με την αποδεικτικότητα που θα μπορούσαν να διατηρούν για τους άλλους οι σκέψεις και οι πράξεις μας. Κανένας δισταγμός – μέσα μας πάντα – για το βήμα που θα μπορούσε να επισύρει τη λοιδορία, τον σαρκασμό ή την κατακραυγή, σε αντίθεση με την επιφύλαξη που μας δημιουργείται για τον εαυτό μας όταν συναντά τη συναίνεση και την αποδοχή, αφού είναι σαν να αναγνωρίζεται πως έχει συμβιβαστεί και έχει συμμαχήσει με τους πολλούς.

Η φαινομενικά ριψοκίνδυνη ομολογία τού σχεδόν εξηντάχρονου θεατή για τους άντρες που είχε παντρευτεί και είχε χωρίσει γίνεται σχεδόν καθολικού αντικρίσματος αν αναλογιστούμε με ποιον τρόπο ολοκληρώνουμε όλοι μας τους προσωπικούς μας λογαριασμούς. Χωρίς να υπολογίζουμε δηλαδή αν έχει υπάρξει ένα προηγούμενό τους μέσα στον κόσμο, αν οι λογαριασμοί αυτοί γνωστοποιούμενοι θα μας εξέθεταν, αν τέλος τέλος θα παρέμενε χωρίς σημασία το να πληροφορηθούν όσοι ενέχονται στους λογαριασμούς αυτούς το μερίδιό τους σε σχέση με την αγωνία και την οδύνη που μας στοίχισε η συμπεριφορά τους. Τόσο η γυναίκα που αποφάσισε να ανάβει κάθε μέρα ένα κερί στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου όπου χειρουργήθηκε ο πατέρας της όσο και ο θεατής με τις κενές θέσεις δίπλα του τις προορισμένες για τους συζύγους του, είχαν ανοίξει έναν προσωπικό λογαριασμό τόσο αδιανόητο ώστε να παραμένει εξαιρετικά οικείος για όλους μας.