Το 2008, χρονιά του μεγαλύτερου εκτροχιασμού της οικονομίας, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το εμπορικό έλλειμμα της χώρας, είχε φτάσει τα 44,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Στο ενδεκάμηνο του 2024 (Ιανουάριος – Νοέμβριος), 16 χρόνια μετά, το εμπορικό έλλειμμα της χώρας έχει φτάσει σε απόλυτες τιμές τα 31,5 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 10% σε μόλις έναν χρόνο. Το 2023 και για τους 12 μήνες είχε φτάσει στα 31,9 δισ. Το μεταπανδημικό 2022 είχε φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 15ετίας στα 38,8 δισ.
Γενικώς έχουμε πρόβλημα. Εχουμε κολλήσει ξανά, λίγο πιο κάτω από τη χειρότερη επίδοση της χώρας, που θεωρήθηκε και ως μια βασική αιτία για τα δεινά της χώρας από το 2010 και μετά. Τα μεγέθη δεν είναι απόλυτα συγκρίσιμα, καθώς εξαρτώνται από πολλές μεταβολές που θολώνουν την εικόνα, όπως ο πληθωρισμός, οι τιμές του πετρελαίου και άλλοι παράγοντες. Το ΑΕΠ όμως της χώρας είναι περίπου το ίδιο μεταξύ των δύο ετών, του 2008 και του 2024, άρα οι συγκρίσεις είναι πιο εύκολες. Κυρίως όμως έχουν μεσολαβήσει πάρα πολλά, για να βρισκόμαστε ξανά περίπου στην ίδια κατάσταση.
Η χώρα άλλαξε τα τελευταία χρόνια. Βελτιώθηκε σημαντικά σε αυτούς που αποκαλούμε δείκτες εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι οι εξαγωγές και η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Αλλά εκ του αποτελέσματος δεν βελτιώθηκε αρκετά. Για παράδειγμα, τα χθεσινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής έδειξαν ότι χωρίς τα πετρελαιοειδή οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 1,2% στα 33 δισ. ευρώ. Οι εισαγωγές επίσης χωρίς τα πετρελαιοειδή αυξήθηκαν όμως ακόμα παραπάνω, κατά 4% στα 58,3 δισ. ευρώ. Αυτή η διαφορά των 25 δισ. ευρώ είναι αυτή που μας πληγώνει. Μας διατηρεί στο καθεστώς μιας οικονομίας που βρίσκεται σε συνεχή αιμορραγία κεφαλαίων – από αυτά που δεν μας περισσεύουν – προς το εξωτερικό.
Η βελτίωση ειδικά των εξαγωγών ήταν σημαντική για τα ελληνικά δεδομένα. Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του ΚΕΠΕ, οι εξαγωγές αυξήθηκαν από το 19% του ΑΕΠ το 2009, σε 44,9% του ΑΕΠ το 2023. Ομως αντιστοίχως στην Ευρωπαϊκή Ενωση το σχετικό ποσοστό αυξήθηκε από 36,3% του ΑΕΠ το 2009 σε 52,7% του ΑΕΠ το 2023. Η απόσταση είναι μεγαλύτερη αν απομονωθούν οι εξαγωγές αγαθών, αφαιρεθεί δηλαδή το ισχυρό χαρτί του τουρισμού. Οι εξαγωγές αγαθών ήταν στο 8,5% του ΑΕΠ το 2009 και αυξήθηκαν στο 22,6% του ΑΕΠ το 2023. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση όμως το αντίστοιχο ποσοστό αυξήθηκε επίσης. Από 26,9% σε 37,1% του ΑΕΠ. Αρα ακόμα είμαστε αρκετά πίσω.
Κυρίως δεν έχουμε βρει τον τρόπο να ανατρέψουμε την πιο ολέθρια για την ελληνική οικονομία συνθήκη. Οτι χρειάζεται να δαπανούμε 2,3 ευρώ για εισαγωγές αγαθών, για κάθε 1 ευρώ που εξάγουμε. Σκληρός πυρήνας αυτής της συνθήκης η χαμηλή παραγωγικότητα, που μεταφράζεται σε χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Εχει δηλαδή διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, αφήνοντας εκτεθειμένη τη χώρα σε κάθε αλλαγή τάσης στην παγκόσμια οικονομία. Και μια από αυτές τις καμπές, φαίνεται ότι έρχεται.