Ο ίδιος ο Ζαν-Μαρί Λεπέν αρνιόταν πως η τρίχρωμη φλόγα που είχαν επιλέξει ως λογότυπο του Εθνικού Μετώπου (FN) ήταν εμπνευσμένη από το αντίστοιχο λογότυπο του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (MSI), του νεοφασιστικού κόμματος που είχαν ιδρύσει το 1946 υποστηρικτές του Μπενίτο Μουσολίνι, με πρώτο και καλύτερο τον Τζόρτζιο Αλμιράντε, πρώην γραμματέα στο υπουργείο Πολιτισμού της «Δημοκρατίας του Σαλό». Καμωνόταν πως επρόκειτο για μία απλή αισθητική επιλογή. «Χρησιμοποιήσαμε αυτή τη φλόγα», είχε πει το 1972, τη χρονιά που γεννήθηκε το FN, «επειδή μας φαίνεται η ομορφότερη στην αγορά γραφικών. Προσωπικά, δεν έχω καμία επαφή με το MSI».
Ελεγε ψέματα, φυσικά, είχε και παραείχε, μέλος της ίδιας ευρωομάδας με τον Αλμιράντε έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, και ποτέ δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για την κηδεία αυτού του τελευταίου, το 1988: μια τελετή στην καρδιά της Ρώμης, στην οποία παρευρέθηκαν χιλιάδες νοσταλγοί του Μουσολίνι, με το φέρετρο να μεταφέρεται πάνω σε υψωμένα χέρια σε μια εκκλησία της Piazza Navona, όπου ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι εκπρόσωποι της ιταλικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των κομμουνιστών. Δεδομένου του τεράστιου «εγώ» που τον χαρακτήριζε, ο πατέρας της γαλλικής Ακροδεξιάς πολύ θα ήθελε έναν ανάλογα ομόφωνο και μεγαλοπρεπή φόρο τιμής, όμως «σίγουρα δεν πίστευε σε αυτό», όπως είχε δηλώσει στο περιοδικό Les Inrockuptibles το 2012: είχε επίγνωση της ιδιότητάς του ως «ο διάβολος της Ρεπουμπλίκ».
Από εκεί, λοιπόν, όπου βρίσκεται, ή δεν βρίσκεται, πια, ποιητική αδεία, ο πατήρ Λεπέν δεν πρέπει να εξεπλάγη μαθαίνοντας πως η κηδεία του θα γίνει αύριο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο Λα Τρινιτέ-σιρ-Μερ της Βρετάνης, «σε στενό οικογενειακό κύκλο», όπως δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Εθνικής Συσπείρωσης (RN), και πρώην σύντροφος της Μαρίν Λεπέν, Λουί Αλιό. Πληροφορίες θέλουν βέβαια τη Λεπέν να εξετάζει το ενδεχόμενο οργάνωσης, σε δεύτερο χρόνο, μιας ανοιχτής θρησκευτικής τελετής στο Παρίσι. Αλλά είναι ευαίσθητο το ζήτημα για κείνη. Και όχι τόσο επειδή έχασε τον πατέρα που σκότωσε πολιτικά το 2015 και ξαναβρήκε πιο ανθρώπινα τα τελευταία χρόνια, όταν πια «μια σεβάσμια ηλικία πήρε τον πολεμιστή αλλά μας έδωσε πίσω τον πατέρα μας», όπως έγραψε η ίδια ένα 24ωρο μετά τον θάνατό του, αλλά επειδή κανείς δεν μπορεί ακόμα να πει μετά βεβαιότητας αν η εκδημία του πατριάρχη θα ωφελήσει ή θα βλάψει το κόμμα. Αν θα του επιτρέψει να γυρίσει οριστικά σελίδα, κλείνοντας πια το κεφάλαιο της «αποδαιμονοποίησης», ή θα το επαναδαιμονοποιήσει εκ νέου, με τόσους και τόσους που θυμίζουν τις τελευταίες ημέρες τα πλείστα όσα ρατσιστικά και αντισημιτικά ξεσπάσματα του πατέρα Λεπέν, καθώς και τις πολυάριθμες καταδίκες του, για απολογία εγκλημάτων πολέμου, άρνηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, υποκίνηση μίσους, διακρίσεων και φυλετικής βίας, δημόσιες ύβρεις, βία και ούτω καθεξής.
Από εκεί πάντως όπου βρίσκεται, ή δεν βρίσκεται, πια, ο πατήρ Λεπέν πρέπει να διασκέδασε πολύ διαβάζοντας τις ανακοινώσεις και τα σχόλια που έκαναν φίλοι, άσπονδοι φίλοι, εχθροί και ψευδοεχθροί με αφορμή τον θάνατό του, τις ασκήσεις ισορροπίας στις οποίες επιδόθηκαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία, όχι τόσο επειδή ο αποθανών δεδικαίωται, αλλά επειδή, για να το πούμε απλά και λαϊκά, πού-να-μπλέκεις-τώρα. Ιδιαιτέρως μάλιστα πρέπει να διασκέδασε με το tweet που ανέβασε ο νέος πρωθυπουργός του Εμανουέλ Μακρόν, ο κεντρώος Φρανσουά Μπαϊρού: «Πέρα από τις πολεμικές, που ήταν το αγαπημένο του όπλο, και τις αναγκαίες αντιπαραθέσεις επί της ουσίας, ο Ζαν-Μαρί Λεπέν υπήρξε ένα σημαντικό πρόσωπο της γαλλικής πολιτικής. Γνώριζε κανείς, πολεμώντας τον, τι πολεμιστής ήταν», έγραψε. Λογικά, ποιητική αδεία πάντα, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να πήρε άγρια χαρά, μεγαλύτερη και από εκείνη που του προσέφεραν οι εικόνες των εκατοντάδων Γάλλων που γιόρτασαν ηχηρά και δημοσίως την αποδήμησή του, βλέποντας τις οργισμένες αντιδράσεις της Αριστεράς για αυτές τις λέξεις που δεν λένε τίποτα, και δη για την επιλογή του όρου «πολεμικές» προκειμένου να περιγραφεί, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο Λεπέν είχε χαρακτηρίσει, ξανά και ξανά, τους ναζιστικούς θαλάμους αερίων «μία λεπτομέρεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», ή ότι αναγνώριζε ευχαρίστως τα βασανιστήρια στα οποία είχε επιδοθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας. Και τελικά, ο 96χρονος αποθανών πρέπει να έκλαψε από τα γέλια διαβάζοντας πως ο Μπαϊρού υπεραμύνθηκε της δήλωσής του παραδίδοντας μάθημα ελληνικών, θυμίζοντας σε όλους τους παρεξηγησιάρηδες πως ετυμολογικά, «η ρίζα της “polemique” είναι ο “polemos”».
Θα μπαίναμε στον πειρασμό να νιώσουμε συμπάθεια για το δράμα ενός πρωθυπουργού που ξέρει ότι χρειάζεται την Ακροδεξιά προκειμένου να επιβιώσει πολιτικά, και πιθανόν να αυτοφασκελώνεται τα βράδια αναλογιζόμενος τι αναγκάζεται να κάνει στα (σχεδόν) γεράματα, ενώ γνωρίζει καλά πως, αφαιρώντας τον αντισημιτισμό και προσθέτοντας αρκετή φωτογένεια, η ουσία ανάμεσα στο Εθνικό Μέτωπο του Ζαν-Μαρί Λεπέν και την Εθνική Συσπείρωση των Μαρίν Λεπέν / Ζορντάν Μπαρντελά παραμένει ίδια. Αλλά όλη μας η συμπάθεια πάει σε αυτή τη χώρα, μα τον Τουτάτη, της άξιζαν καλύτεροι ηγέτες – ΟΚ, πιθανόν και καλύτεροι πολίτες, σάμπως θα ήταν η μόνη;