Ο συγγραφέας Μιχάλης Μαλανδράκης, παρότι πολύ νέος, μοιάζει να φέρει κάτι από την παλιά σχολή των γραφιάδων και να κινητοποιείται δημιουργικά από τις απλές λαϊκές ιστορίες των ανθρώπων. Θέτει στην πρώτη του νουβέλα ως κεντρικό ήρωα έναν αλβανό νεαρό κλαριντζή που παίζει στο κέντρο της Αθήνας.
Στο επόμενο μυθιστόρημά του έναν δημοσιογράφο που μοιάζει να διχάζεται μεταξύ του πολεμικού ανταποκριτή και του τηλεστάρ. Και στο πρώτο θεατρικό του – που παίζεται στο θέατρο Πόλις – μια καθημερινή οικογένεια που διατηρεί ένα ζαχαροπλαστείο στο Αιγάλεω αλλά το παρελθόν φαίνεται να είναι αδυσώπητο και να πιέζει κάθε της απόφαση. Μέλος της γενιάς Ζ ο Μαλανδράκης, έχει ενδιαφέρον η οπτική του στα πράγματα και ο τρόπος που κάθε φορά εμπνέεται για να γράψει.
Πώς ξεκινάει η δική σας περιπέτεια της γραφής;
Από το μάθημα σεναρίου στη Σχολή Σταυράκου, με την Κάλλια Παπαδάκη. Ισως και από πιο πριν, το καλοκαίρι της Α’ Λυκείου που ανακάλυψα το σινεμά και έμαθα να πιστεύω σε ιστορίες, ελπίζοντας κάποτε να γράψω έστω μία. Ισως ακόμη πιο πριν, από μία έκθεση στην έκτη δημοτικού που μας είχαν βάλει να γράψουμε για τον κρητικό αγωνιστή Σπύρο Καγιαλέ.
Από το κάθε σχολείο θα διάλεγαν μία έκθεση για να τους εκπροσωπήσει σε μία εκδήλωση – ή κάτι τέτοιο – και θυμάμαι να βλέπω τον δάσκαλό μας τότε να περπατάει στον διάδρομο του σχολείου και να κρατάει ένα γραπτό, όπου ξεχώρισα τα απαίσια γράμματά μου πάνω του. Αν και δεν θυμάμαι να είχα χαρεί τότε ή να με είχε απασχολήσει ιδιαίτερα, έχει διατηρηθεί σχεδόν ακέραια στη μνήμη μου.
Εχετε παραδώσει μία νουβέλα («Patriot»), ένα μυθιστόρημα («Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ») – αμφότερα από τις εκδόσεις Πόλις – και ένα θεατρικό. Πώς μεταπηδάτε από τη μία φόρμα γραφής στην άλλη και με ποια στόχευση;
Με περιέργεια και χωρίς φόβο. Θέλω να δοκιμάσω όσο περισσότερα είδη γραφής, με ενδιαφέρουν οι διαφορές του κάθε μέσου. Ξέρω πως θα κάνω λάθη και θα δυσκολευτώ. Αλλά θεωρώ ότι η μία φόρμα γραφής τροφοδοτεί την άλλη. Η εξάσκηση του διαλόγου για ένα θεατρικό μπορεί να ωφελήσει τα αντίστοιχα μέσα σε μία νουβέλα.
Στο θεατρικό έργο σας – σε σκηνοθεσία Μάξιμου Μουμούρη – «Ονειρα γλυκά», διαπραγματεύεστε κατά τη γνώμη μας δύο πράγματα: την πίεση που μας ασκεί το παρελθόν και τις διαφορετικές οπτικές της ζωής (σταθερότητα, τόλμη προς τα εμπρός). Είναι έτσι και ποια η βασική σας σκέψη για το έργο;
Ναι, συμφωνώ μαζί σας. Η αφετηρία μου, όμως, νομίζω ήταν μία απλή φράση / σκέψη: «Γιατί δεν αλλάζουμε τη ζωή μας, όταν δεν μας αρέσει;».
Γιατί μερικές φορές την υπομένουμε λες και είναι τιμωρία; Αυτοτιμωρούμαστε, αντιστεκόμαστε στην αλλαγή από φόβο ή πράγματι υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που μας δεσμεύουν; Η παράσταση περιστρέφεται γύρω από ένα παλιό, συνοικιακό ζαχαροπλαστείο στο Αιγάλεω, όπου τα μέλη της οικογενειακής αυτής επιχείρησης αδυνατούν να φύγουν από εκεί, παρ’ όλο που μοιάζει επιβεβλημένο. Ονειρεύονται τη φυγή, λοιπόν, αλλά δεν την πραγματοποιούν.
Δημογραφικά είστε νεότατος και παρ’ όλ’ αυτά μοιάζετε να εγγράφεστε σε έναν αναλογικό κόσμο. Γράφετε βιβλία, πάτε σινεμά. Βλέπετε μια αντίστιξη στην ηλικία σας και στα ήθη σας;
Νομίζω πως όχι. Αφενός πολλοί στην ηλικία και στη γενιά μου πάνε σινεμά, θέατρο και έχουν παρόμοιες δραστηριότητες, αφετέρου έχω κι εγώ «ψηφιακές» συνήθειες. Χρησιμοποιώ σόσιαλ μίντια, εργάζομαι στην τηλεόραση, δουλεύω με το λάπτοπ μου σε χίπστερ καφετέριες, ακούω όλη μέρα μουσική στο Spotify.
Κάποιες φορές απολαμβάνω ίσως λίγο πιο ντεμοντέ συνήθειες, όπως το να διαβάσω το βιβλίο ή την εφημερίδα μου τις Κυριακές, αλλά μέχρι εκεί. Αναγκαστικά ίσως οι περισσότεροι από εμάς υιοθετούμε συνήθειες της εποχής μας, όσο και αν θα θέλαμε να διαφοροποιηθούμε, από τον φόβο μη μείνουμε «απ’ έξω».
Εντονο είναι στο μέχρι τώρα γραπτό σας έργο, το στοιχείο των λαϊκών ανθρώπων, τα βάσανά τους, οι ελπίδες τους. Αλλάζει και η λαϊκότητα σήμερα;
Ναι, με συγκινούν περισσότερο οι λαϊκοί άνθρωποι, με την απλότητα, τον αφιλτράριστο λόγο και έκφραση, την προσπάθεια για επιβίωση, τις μικρές πιθανότητες. Εξίσου και τα μέρη που ανήκουν στην λαϊκή κουλτούρα – το λαϊκό τραγούδι, τα καφενεία, τα γήπεδα – νιώθω άνετα σε αυτά, τα ζω και τα παρατηρώ με ενδιαφέρον.
Η λαϊκότητα;
Νομίζω πως αλλάζει μόνο εξωτερικά, στον πυρήνα της μένει ίδια.
Χανιά, Αθήνα, Γενιά Ζ. Υπάρχουν διακριτές διαφορές στη ζωή σας στην Αθήνα σε σχέση με τη γενέτειρά σας και άρα και ένας διαφορετικός βαθμός επίδρασης στον τρόπο που σκέφτεστε ή εμπνέεστε για να γράψετε;
Ναι, είναι τελείως διαφορετικές πόλεις, με διαφορετικά ερεθίσματα και άλλους ρυθμούς. Στα Χανιά περνάω πιο ήσυχα, μένω περισσότερο μες στο σπίτι με την οικογένειά μου. Στην Αθήνα νιώθω την ανάγκη να είμαι συνεχώς έξω, να περπατάω και να παρατηρώ.
Οταν είχα πρωτοανέβει στην Αθήνα, για να σπουδάσω στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, θυμάμαι ότι διέσχιζα τη Συγγρού εντυπωσιασμένος από το γεγονός πως στον ίδιο δρόμο υπήρχε ένα μεγάλο Πανεπιστήμιο, μία μαιευτική κλινική, στριπτιζάδικα, τεράστια κτίρια με αντιπροσωπείες πολυεθνικών εταιρειών – όλα τόσο κοντά, τόσο δίπλα. Η Αθήνα έχει τόσο έντονη ποικιλομορφία, που αναγκαστικά σου εξάπτει τη φαντασία. Αυτό, βέβαια, είναι και παγίδα, γιατί έχεις τόσα πράγματα να κάνεις που δυσκολεύεσαι να μείνεις μέσα και να γράψεις. Οπως ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα, στην «Υπέροχη ομορφιά», δεν έγραψε άλλο βιβλίο γιατί έβγαινε στα πάρτι της Ρώμης – «η Ρώμη είναι πλανεύτρα». Ευτυχώς, βέβαια, δεν με καλούν συχνά σε τόσο ωραία πάρτι.
Τα Χανιά;
Τα Χανιά, από την άλλη, ίσως σου προσφέρουν την ηρεμία και τη συγκέντρωση, για να αναπτύξεις μία ιδέα που συνέλαβες στην Αθήνα.