Τι συμβαίνει με τον SARS-CoV-2; Γιατί φέτος τον χειμώνα ο κορωνοϊός είναι πιο… ήσυχος από ποτέ; Και γιατί ο ιός της γρίπης έχει εξελιχθεί τις τελευταίες εβδομάδες στο πιο απειλητικό παθογόνο του αναπνευστικού; Αυτά είναι μόνον μερικά από τα ερωτήματα που απασχολούν όχι μόνον τους πολίτες αλλά και τους επιστήμονες, καθώς παρά τις αρχικές ανησυχίες για το ξέσπασμα ενός δυναμικού κύματος Covid εξαιτίας της ανάδυσης της υποπαραλλαγής XEC, στην πράξη οι προβλέψεις έχουν ανατραπεί.

Οπως εξηγεί στο BBC ο Kei Sato, καθηγητής Ιολογίας στο πανεπιστήμιο του Τόκιο (ο οποίος, σημειωτέον, ήταν από τους πρώτους που δημοσίευσε μελέτη για τη νεότερη εκδοχή του SARS-CoV-2 που εντοπίστηκε το φθινόπωρο του 2024), «η πρωτεϊνική ακίδα ήταν αρκετά διαφορετική από τις προηγούμενες παραλλαγές, εξού και υποθέσαμε ότι η XEC έχει τη δυνατότητα να διαφεύγει της ανοσίας, που έχει προκύψει έπειτα από μόλυνση με την JN. 1».

Ο παράγοντας όμως που φαίνεται να μη συμπεριλήφθηκε στην ίδια εξίσωση, που είχε ως στόχο να εκτιμηθεί η σφοδρότητα των επόμενων κυμάτων, ήταν το… εκπαιδευμένο πλέον ανοσοποιητικό των ανθρώπων.

«Η ανοσία στον πληθυσμό έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω και του εμβολιασμού αλλά και των επαναλαμβανόμενων μολύνσεων, συμβάλλοντας αναμφισβήτητα στην πιο ήπια συμπτωματολογία της Covid-19. Μια άλλη παράμετρος, που έχει επίσης ως αποτέλεσμα τον μικρότερο αριθμό νοσηλειών, είναι οι διαθέσιμες θεραπείες. Το γεγονός ότι υπάρχει αντιιική θεραπεία που μπορεί να χορηγηθεί και εκτός νοσοκομείου και η οποία συστήνεται για τις ευάλωτες ομάδες έχει συμβάλει επίσης σημαντικά στη μείωση του αριθμού των ατόμων που χρήζουν νοσηλείας», υπογραμμίζει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, Δημήτρης Παρασκευής.

Παράλληλα, όμως, και όπως παρατηρεί η επιστημονική κοινότητα, ο πανδημικός ιός παρότι επιδιώκει την επιβίωσή του δημιουργώντας κάθε λίγο και λιγάκι διαφορετικές εκδοχές του, έχει σταματήσει να μας εκπλήσσει – και κατά συνέπεια να αιφνιδιάζει τον οργανισμό μας. Για την ακρίβεια, «μια μεγάλη αλλαγή στα χαρακτηριστικά του ιού συνέβη με την ανάδυση της παραλλαγής Ομικρον στα τέλη του 2021. Στην πορεία και παρά τη συνεχιζόμενη εξέλιξή του, ο ιός δεν έχει τροποποιήσει τα βασικά χαρακτηριστικά του. Δηλαδή, ο ιός μεταδίδεται πιο εύκολα αλλά έχει μικρότερη λοιμοτοξικότητα (δηλαδή, πιθανότητα πρόκλησης σοβαρής νόσου), κάτι το οποίο επίσης έχει οδηγήσει σε μικρότερο αριθμό νοσηλειών», συμπληρώνει ο Δ. Παρασκευής.

Κορωνοϊός και «ρουτίνα»

Μάλιστα και υπό τις εξελίξεις αυτές ο Peter Chi Hong, καθηγητής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας που ειδικεύεται στα Λοιμώδη Νοσήματα, εστιάζει στην πιθανότητα «η Covid να έχει εισέλθει πια σε μία ρουτίνα». Και εφόσον αυτό επαληθευτεί, τότε «προοδευτικά θα γίνεται πιο ήπια λοίμωξη μέχρι τελικά να γίνει αντίστοιχη του κοινού κρυολογήματος».

Την ώρα, όμως, που ο κορωνοϊός φαίνεται να έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία, η εποχική γρίπη έχει καταλάβει την πρώτη θέση ανάμεσα στους αναπνευστικούς ιούς που κυκλοφορούν στην κοινότητα, αποτελώντας νούμερο ένα αιτία ασθένειας. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως, σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ, ένα στα δύο άτομα που εμφανίζουν ύποπτα συμπτώματα (όπως πονόλαιμο, καταρροή, πυρετό κ.λπ.) τη συγκεκριμένη περίοδο έχει μολυνθεί με τον ιό της γρίπης.

Εντούτοις ο Δ. Παρασκευής τονίζει ότι αυτό που συμβαίνει φέτος με τη γρίπη «δεν διαφέρει σημαντικά από τις προηγούμενες χρονιές και ιδίως από το 2023, δεδομένου ότι οι δείκτες είναι αντίστοιχοι με τους περσινούς. Σε αυτό που παρατηρείται διαφορά σε σχέση με πέρυσι είναι η χαμηλότερη κυκλοφορία του SARS-CoV-2. Ως συνέπεια, μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων με συμπτώματα διαγιγνώσκονται με άλλα παθογόνα του αναπνευστικού, εκτός της Covid-19».