Δυο μεγάλα έργα στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας τελειώνουν. Και η λειτουργία τους αναμένεται να δώσει ζωή σε περιοχές που, για πολύ καιρό, ήταν υποβαθμισμένες.

Το πρώτο είναι η γνωστή στοά του παλαιού Αρσακείου, που ενώνει την οδό Σταδίου με την Πανεπιστημίου που έχει χάσει την παλιά της αίγλη. Για ένα διάστημα, πάνω από το υπόγειο θεατράκι του Καρόλου Κουν, που βρίσκεται στο ίδιο τετράγωνο, λειτουργούσε η Στοά του Βιβλίου, όπου πολλοί εκδοτικοί οίκοι είχαν τα κεντρικά γραφεία τους. Με τον καιρό αποδείχτηκε δυσλειτουργική και, για χρόνια, το ενδιαφέρον των αναγνωστών συγκεντρωνόταν μόνο στο καφενείο, στην ταράτσα του Αρσακείου, κατά βάση ως κέντρο για την παρουσίαση βιβλίων. Το καφενείο επιβίωσε και τα πρώτα χρόνια της χρεοκοπίας, ακόμα και μετά την απόπειρα κουκουλοφόρων, τον Φεβρουάριο του 2012, μετά το Αττικόν, να κάψουν και τα κτίρια γύρω από αυτή τη στοά. Τελικά έκλεισε και το καφενείο και η περιοχή παραδόθηκε στην υποβάθμιση: ερείπια, γκράφιτι και χώρος συγκέντρωσης χρηστών ναρκωτικών.

Αλλά εδώ και μερικά χρόνια μπήκαν λαμαρίνες, άρχισαν έργα. Στόχος να ξανανοίξει η στοά, ανακαινισμένη, και με νέα χρήση, που κρίθηκε προσοδοφόρα – η βάση πλέον θα είναι εστιατόρια μεσογειακής διατροφής. Ο,τι δεν μπορεί να συντηρήσει η κουλτούρα, θα το συντηρεί η αγκρικουλτούρα.

Το δεύτερο, στην Ομόνοια, από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της πόλης, είναι το Μινιόν. Ηταν το πρώτο πολυκατάστημα στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια. Πυρπολήθηκε παραμονές Χριστουγέννων του 1980, πιθανότατα από κάποια οργάνωση της αριστερής τρομοκρατίας, και έκτοτε έμεινε μια μαύρη τρύπα. Θα ξαναλειτουργήσει σε μερικές εβδομάδες, θα διαθέτει διαμερίσματα, γραφεία, εμπορικά καταστήματα, χώρους εστίασης και ψυχαγωγίας.

Οι δυο νέοι χώροι εμπορικής κατά βάση δραστηριότητας δεν θα ανοίξουν ξανά στο κέντρο μιας πόλης ελκυστικής. Η Αθήνα είναι βρώμικη και άσχημη, με κατεστραμμένα πεζοδρόμια, γεμάτη ιδιαιτερότητες – η παραβατικότητα, η υποβάθμιση, η δημιουργία πολλών γκέτο και η αδιαφορία των αρμόδιων φορέων για την ιστορία της την έχουν πληγώσει εξαιρετικά. Τα τελευταία χρόνια αρέσει στους τουρίστες, είναι «κουλ», είναι ελεύθερη και ασφαλής και έχει στο σώμα της κάτι από τη γοητεία της παρακμής. Αλλά της λείπει ο δυναμισμός και η προοπτική. Κι έχει πολλά ακόμα ανοιχτά τραύματα.

Στην οδό Σταδίου, π.χ., το τετράγωνο του κινηματογράφου Αττικόν παραμένει ερειπωμένο, μετά την πυρπόλησή του. Η Κοραή δεν ανέκαμψε. Η Πανεπιστημίου κάτω από την «Τριλογία των Χάνσεν» συνεχίζει να είναι σκοτεινή και έρημη, το ίδιο και η Σταδίου. Αλλοτε λαϊκές περιοχές, σήμερα ζουν μόνο όταν έχουν τουρίστες.

Πράγμα που σημαίνει ότι η πόλη δεν χρειάζεται απλώς νησίδες για να ξαναγίνει πολύβουη και δημιουργική. Απαιτεί πολλές ακόμα εμπορικές δραστηριότητες – και ένα εμπνευσμένο σχέδιο παρεμβάσεων που δεν υπάρχει (καθαριότητα, συντήρηση και ανάδειξη παλιών κτιρίων, αξιοποίηση των μουσείων και ένταξή τους στη ζωή, φροντίδα για τα δημόσια μνημεία, καλύτερα πεζοδρόμια και καλύτεροι δρόμοι…).

Η πρωτεύουσα στην οποία επιμένουμε να ζούμε και να δουλεύουμε, επειδή μας αρέσει να ζούμε και να δουλεύουμε, περιμένει καλύτερες μέρες. Οπως στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, που το εμπορικό τους κέντρο είναι το κέντρο του κόσμου τους, έτσι ονειρευόμαστε κι εμείς το όμορφο κέντρο του δικού μας κόσμου. Κάποιοι, παλιότεροι, είχαμε ζήσει σ’ αυτό – και σήμερα το έχουμε εγγράψει στις προσωπικές μας απώλειες.

Διόρθωση: Ο φόνος του Γρηγορόπουλου δεν έγινε το 2007, όπως έγραφα χθες, αλλά το 2008, οπότε και τα «Δεκεμβριανά» που ακολούθησαν.