Θα σας περιγράψω μια σκηνή, γνωστή σε όλους, πιστεύω, από τις κοινωνικές συναναστροφές μας. Φανταστείτε μια παρέα μεσηλίκων ανδρών, σαν αυτές που βλέπουμε να γεμίζουν τα καφενεία το πρωί του Σαββάτου. Στην παρέα αυτή δύο τύποι λογομαχούν με ένταση και αγωνιστικότητα για τα πολιτικά ή, αν θέλετε να το σοβαρέψω ακόμη περισσότερο, για το ποδόσφαιρο, ενώ οι υπόλοιποι της παρέας παρακολουθούν και διασκεδάζουν. Ο ένας από τους δύο χρησιμοποιεί, κάποια στιγμή, ένα επιχείρημα πλαστό, που προδίδει την άγνοιά του και τον εκθέτει. Αμέσως η ομήγυρη αντιλαμβάνεται την γκάφα και ξεκινούν τα σχόλια και τα ειρωνικά χαμόγελα εις βάρος του. Τι κάνει τότε αυτός για να αποφύγει να πληρώσει το τίμημα της ξεφτίλας του; Θόρυβο! Βρίζει, φωνάζει, κατηγορεί, κατεβάζει καντήλια, οτιδήποτε εν πάση περιπτώσει θα προκαλέσει αρκετό θόρυβο για να απομακρύνει την προσοχή των άλλων από την γκάφα του. Γνωστή τακτική των κακομαθημένων και των παλιόπαιδων (με την έννοια του κακού χαρακτήρα).
Αυτό λοιπόν που περιγράφω παραπάνω, αυτό το τόσο κοινό και ανθρώπινο, είναι αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει τώρα με το ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προκαλεί σκοπίμως τον θόρυβο, κατηγορώντας τον Πρωθυπουργό προσωπικά ως «ενορχηστρωτή της συγκάλυψης», με την ελπίδα ότι η ένταση των αντιδράσεων θα σκεπάσει το ρεζιλίκι από τη μεγαλύτερη ως τώρα γκάφα του κόμματος επί αρχηγίας Νίκου Ανδρουλάκη. Την γκάφα να μην έχουν πάρει χαμπάρι επί πέντε μήνες τις προσθήκες στη δικογραφία για τα Τέμπη, με αποτέλεσμα να ξεσηκώσουν τώρα έναν ετεροχρονισμένο σάλο, με τον οποίο εκτίθεται ο ασύλληπτος ερασιτεχνισμός τους, στη διαχείριση ενός θέματος τόσο σημαντικού για το ΠΑΣΟΚ, ώστε να σκέφτεται ακόμη και πρόταση μομφής εις βάρος της κυβέρνησης.
Αυτό δεν θα μπορούσαμε να το θέτουμε με τέτοια βεβαιότητα αν ο ίδιος ο γραμματέας της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ, Δημήτρης Μπιάγκης, δεν το είχε παραδεχθεί ευθέως και απεριφράστως σε συνέντευξή του με τον Σταμάτη Ζαχαρό. «Το παρακολουθούσαμε», είπε ο κ. Μπιάγκης, «μέχρις ενός σημείου που δεν είχε ουσία, έρχονταν κάποια χαρτιά που ήταν δευτερευούσης σημασίας, μπαίνουμε σε νομικά τερτίπια. Η ουσία είναι ότι ήρθε στη Βουλή τον Αύγουστο του 2024». Στο σημείο αυτό ο δημοσιογράφος τον διακόπτει και ρωτάει πώς δεν τον πήραν χαμπάρι τα μέλη της ΚΟ. Προς τιμήν του ο κ. Μπιάγκης, του οποίου οφείλουμε να εξάρουμε την ειλικρίνεια και όχι να μυκτηρίσουμε την ευήθεια, όπως κακώς υποστηρίζουν ορισμένοι, απαντά το αμίμητο: «Εμείς δεν το πήραμε χαμπάρι. Θέλετε να μας…». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, γιατί ο Στ. Ζαχαρός τον ρώτησε πώς τελικά το πήραν χαμπάρι. «Από τις δηλώσεις και τον Τύπο» ήταν η απάντηση του κ. Μπιάγκη.
Να εξηγήσω εδώ ότι οι δικογραφίες είναι ανοιχτές σε κάθε ενδιαφερόμενο βουλευτή και κάθε ΚΟ έχει κάποιο μέλος της εντεταλμένο να κάνει αυτή τη δουλειά. Ο έλεγχος των δικογραφιών που έρχονται στη Βουλή είναι κομμάτι της βασικής ρουτίνας κάθε στοιχειωδώς οργανωμένου κοινοβουλευτικού κόμματος. Φαίνεται, όμως, ότι στο ΠΑΣΟΚ επί πέντε μήνες αμέλησαν και ξύπνησαν από τον θόρυβο στα ΜΜΕ. Αυτό μας λέει ο κ. Μπιάγκης. Εν τούτοις, υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, ακόμη δυσμενέστερη για το ΠΑΣΟΚ, βάσει της οποίας ενδεχομένως εξηγείται γιατί δεν υπήρξε αντίδραση από πλευράς του ΠΑΣΟΚ στις δηλώσεις του κ. Μπιάγκη. Η εκδοχή αυτή λέει ότι οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ είχαν δει τα νέα στοιχεία της δικογραφίας, δεν είχαν αμελήσει τα καθήκοντά τους. Βουλευτές άλλων κομμάτων υποστηρίζουν σε ιδιωτικές συζητήσεις ότι είδαν συναδέλφους τους από το ΠΑΣΟΚ να ενημερώνονται μαζί τους. Εκτός από τις μαρτυρίες όμως, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποδειχθεί αυτό, διότι δεν υπάρχει κάποια διαδικασία ελέγχου στην πρόσβαση για τους βουλευτές. Δεν υπογράφουν σε κάποιο βιβλίο, όποιος θέλει είναι ελεύθερος να ξεφυλλίσει τις δικογραφίες. Αν αυτή η εκδοχή είναι η πλησιέστερη στην αλήθεια, τότε αυτό σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ γνώριζε, αλλά δεν είχε εκτιμήσει τα νέα στοιχεία της δικογραφίας στην αξία που τους αποδίδει σήμερα. Καθαρή υποκρισία, δηλαδή.