Οι ενέργειες του Τραμπ, οι δηλώσεις του Βανς στο Μόναχο, η παρουσία του Μασκ ολούθε. Ο κόσμος μας αντιμετωπίζει όχι απλώς μία κρίση αξιών αλλά τον κίνδυνο να καταρρεύσουν οι θεσμοί στις ΗΠΑ και ό,τι αυτοί συμπαρασύρουν. Το προχθεσινό πρωτοσέλιδο των «ΝΕΩΝ» έγραφε για μια νέα άτυπη «Γιάλτα», ένα ξαναμοίρασμα του κόσμου με την «τράπουλα» σημαδεμένη και χωρίς άλλοθι. Το χθεσινό αυτονόητο, σήμερα γίνεται διακύβευμα, τα κεκτημένα απειλούνται και η ατμόσφαιρα θυμίζει τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πρόεδρος της Αμερικής έχει πάψει προ πολλού να είναι ο γραφικός πορτοκαλί φανφαρόνος, είναι κάποιος που δεν διστάζει απέναντι σε τίποτα, έχει ντυθεί τον μανδύα της απόλυτης ύβρεως – με την αρχαία έννοια της λέξης. Θεωρώ ότι, με την Ευρώπη κυβερνητικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένη, ο κίνδυνος μοιάζει τόσο μεγάλος που η μόνη ελπίδα μας είναι ακριβώς αυτό το τεράστιο μέγεθός του. Το σχεδόν εξωπραγματικό. Από την άλλη όμως σκέφτομαι πόσο έχει ξεχειλώσει η πραγματικότητα τον τελευταίο καιρό.

Ακούω και κάποιες φωνές – περισσότερες απ’ όσες περίμενα – που λένε ότι όλο αυτό είναι το τίμημα της χαλαρότητας που έδειξε η Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, η ανοχή στο Ισλάμ, η αποθέωση του δικαιωματισμού, τα φύλα που είναι περισσότερα από τα φύλλα της τράπουλας. Αυτό μοιάζει κάπως με αυτοεκπληρούμενη προφητεία, μία απάντηση που στοιχειοθετήθηκε πριν καν διατυπωθεί η ερώτηση. «Αιτιολογώ» έλεγε κάποιος τις προάλλες, «δεν δικαιολογώ». Η αιτιολογία όμως, όταν είναι τόσο στέρεα εμπεριστατωμένη, εμπεριέχει και την έννοια της δικαιολογίας. Από εκεί και πέρα όμως τι κάνουμε; Αν σε φαγουρίζει, για παράδειγμα, το χέρι σου δεν έχει και τόση σημασία να ξέρεις ότι το φαγούρισμα το προκαλεί μια αλλεργία. Το θέμα είναι τι κάνεις για να το αντιμετωπίσεις. Μπορείς να μην κάνεις τίποτα μέχρι να πάθεις αλλεργικό σοκ, μπορείς να βάλεις αντιισταμινική αλοιφή, μπορείς να βάλεις ξίδι ή να κατουρήσεις το σημείο όπως έλεγαν παλιά οι γιαγιάδες, μπορείς και να κόψεις το χέρι για να απαλλαγείς διά παντός από το φαγούρισμα.

Αυτή είναι η μία κατηγορία. Η άλλη, αν και προέρχεται από την αντίθετη πλευρά, υπηρετεί (ασυνείδητα βεβαίως) τον ίδιο σκοπό. Αναφέρομαι στο «καινούργιο κοσκινάκι» του τραμπισμού που οι αυτοχαρακτηριζόμενοι ως αντιτραμπικοί το κρεμάνε σε όποιον και ό,τι δεν συμφωνεί μαζί τους. Βρίσκω υπερβολικό το να κόβονται τραγούδια από χορωδίες διότι στους στίχους τους ανευρέθηκαν μικροποσότητες σεξισμού; Είμαι τραμπικιά. Γράφει κάποιος με αρσενικές και θηλυκές καταλήξεις αντί να χρησιμοποιεί το @; «Βγες τραμπικέ από το ντουλάπι». Και άλλα τέτοια.

Υπεραπλούστευση με κωδικό εποχής «αντιμνημονιακού αγώνα». Τότε που όποιος δεν ήθελε κρεμάλες ή δεν θεωρούσε τη Βουλή οίκο ανοχής που έπρεπε να καεί, ήταν φασίστας. Τότε που ο φασισμός έγινε τσίχλα, έτσι ώστε η υπερχρήση του όρου απομείωσε τον κίνδυνό του. Αποτέλεσμα; Να ανεβούν τα ποσοστά του και να ρευστοποιηθεί η έννοιά του. Για να φτάσουμε σε εκείνο το «Θα επαναφέρουμε τη δημοκρατία είτε με το καλό είτε με το άγριο» του Σπίρτζη. Ή για να γράφουν κάποιοι για δημοσιογράφο που δεν συμφωνεί με τις υποτιθέμενες δικές τους «δημοκρατικές» απόψεις «…Να θυμηθούμε αυτό το όνομα όταν θα έρθει η στιγμή». Ποια στιγμή δηλαδή; Εδώ βλέπω να αντικρούεται ο φασισμός με την πιο φασιστική ρητορική. Και σε λίγο θα δω μανιφέστα κατά του τραμπισμού που θα βρίθουν τραμπικών μεθοδεύσεων.

Αχ Μαρία

Είδα στην ΕΡΤ τη σειρά για τα νεανικά χρόνια της Μαρίας Κάλλας. Που τη σκηνοθεσία της υπογράφει μία και καταξιωμένη και άξια κινηματογραφική σκηνοθέτις. Και απορώ για το τόσο μικροαστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ήταν εγκλωβισμένη η νεαρή Μαρία. Ενας τόσο μεγάλος μύθος μέσα σε τόσο «μικρές» συνθήκες μού κάνει αντίφαση. Ναι αλλά αν ήταν όντως έτσι η πρώτη νιότη της;

Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα. Είναι Τέχνη η πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας; Νομίζω ότι δεν ισχύει. Διότι τότε δεν θα μιλούσαμε για ταινίες αλλά για ντοκιμαντέρ.