Υπάρχουν λέξεις φορτισμένες. Η εργαλειοποίηση, ας πούμε. Τα κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης κατηγορούνται από την κυβέρνηση, εν μέρει ορθώς, ότι εργαλειοποιούν για πολιτικούς σκοπούς την τραγωδία των Τεμπών, όπως η Νέα Δημοκρατία κατηγορούνταν όταν ήταν αντιπολίτευση από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, επίσης εν μέρει ορθώς, ότι εργαλειοποιούσε για πολιτικούς σκοπούς την τραγωδία στο Μάτι. Μπορεί να ακούγεται ανέντιμο και αισχρό, αλλά η πολιτική είναι σκληρό πράγμα, σπανίως τέμνεται με την ηθική και, εν πάση περιπτώσει, δεν ζούμε σε έναν ιδανικό κόσμο.
Μια άλλη φορτισμένη λέξη, που επίσης χρησιμοποιείται συχνά στην πολιτική αντιπαράθεση, είναι η συγκάλυψη. Αντίθετα με την προηγούμενη περίπτωση, εδώ η ύπαρξη αντικειμένου είναι απαραίτητη. Η κυβέρνηση, και ο Πρωθυπουργός προσωπικά, κατηγορούνται από κόμματα, εφημερίδες και απλούς πολίτες για συγκάλυψη, χωρίς να είναι σαφές τι θέλουν να συγκαλύψουν και γιατί. Αυτό είναι ένα τα πιο αδύνατα σημεία της επιχειρηματολογίας της αντιπολίτευσης. Και το σοβαρό κομμάτι της το πληρώνει, αφού το ακροατήριο ζητά επιχειρήματα, ενώ το λαϊκιστικό της κομμάτι αποκομίζει κέρδη, αφού εκεί οι κραυγές είναι αρκετές.
Και φτάνουμε στη σημαντικότερη απ’ όλες τις λέξεις, που είναι η δικαιοσύνη. Ο καθένας αντιλαμβάνεται φυσικά την έννοια αυτή με διαφορετικό τρόπο. Ο σεβασμός επίσης στη δικαιοσύνη, όσο απαραίτητος κι αν είναι για τη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας, είναι σε μεγάλο βαθμό κάτι υποκειμενικό. Η ίδια η λέξη, όμως, δεν μπορεί ούτε να διαστρεβλώνεται ούτε να «εργαλειοποιείται». Η αφίσα των συγκεντρώσεων της Παρασκευής για τη δεύτερη επέτειο των Τεμπών δεν γράφει «βγαίνω στον δρόμο επειδή δεν εμπιστεύομαι τη δικαιοσύνη». Γράφει απλώς «Δικαιοσύνη». Η διακινούμενη «αντι-αφίσα» που γράφει «Δεν θα πάω. Εμπιστεύομαι τη δικαιοσύνη» αποδίδει λοιπόν αυθαιρέτως αντιδημοκρατικά κίνητρα σε μια μεγάλη μερίδα πολιτών που θέλει απλώς να τιμήσει τη μνήμη των νεκρών και να ασκήσει πίεση ώστε να επιβληθούν κυρώσεις στους υπεύθυνους αυτής της τραγωδίας.
Οσο αυτός ο νέος διχασμός καλλιεργείται από μεμονωμένα άτομα, το φαινόμενο είναι νοσηρό, είναι θλιβερό, αλλά ελεγχόμενο. Οταν όμως ευθυγραμμίζεται με τους φανατικούς και η κυβέρνηση, τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα. Οι δηλώσεις του Αδωνη Γεωργιάδη ότι όποιος πάει στο συλλαλητήριο «ταυτίζεται με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου» ή ότι τα «συλλαλητήρια έχουν «συγκεκριμένο κομματικό πρόσημο» υπακούουν σε μια καθαρά τραμπική λογική. Ο υπουργός έφτασε να προειδοποιήσει χθες τους «ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας» που θέλουν να πάνε στις διαδηλώσεις ότι «δεν ξέρουν πού πηγαίνουν». Ξέρει αυτός και δεν ξέρουν εκείνοι; Τι είναι οι ψηφοφόροι, πρόβατα;
Τέτοιου είδους τοποθετήσεις έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα: δεν τρομάζουν, εξοργίζουν. Οι πιο ψύχραιμοι το καταλαβαίνουν, εξού και ο Ακης Σκέρτσος είπε ότι αν δεν ήταν πολιτικός θα πήγαινε στο συλλαλητήριο και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης χαρακτήρισε «υποδειγματικούς» τους ανθρώπους που οργάνωσαν τις εκδηλώσεις πριν από έναν μήνα. Γιατί η δικαιοσύνη δεν μπορεί ούτε να κομματικοποιείται.