Η αρνητική ρητορική και η κριτική προκαλούν το ενδιαφέρον του κοινού, κάτι που δεν αγνοούν ούτε οι δημοσιογράφοι ούτε οι σατιρικοί ψυχαγωγοί, αλλά ούτε και οι πολιτικοί. Στη σημερινή εποχή, όπου η προσέλκυση της προσοχής είναι καθοριστικής σημασίας, τα μέσα ενημέρωσης ανταμείβουν εκείνους που προωθούν αρνητισμό, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο που παράγει ακόμη περισσότερη επιθετικότητα.

Η πολιτική συχνά εμφανίζεται σχεδόν ταυτόσημη με την επιθετικότητα, καθώς οι πολιτικοί συγκρούονται με τους αντιπάλους τους σε κάθε ευκαιρία – από πολιτικές συγκεντρώσεις και επιθετικές διαφημίσεις, μέχρι το Κοινοβούλιο, την τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό εγείρει το ερώτημα: Τι οδηγεί αυτή τη συμπεριφορά;

Βέβαια, η κριτική μεταξύ πολιτικών δεν είναι απαραίτητα κάτι αρνητικό: μπορεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού στην πολιτική και να κάνει τους πολίτες να αισθάνονται πιο ενημερωμένοι, ίσως και πιο ικανοποιημένοι με τη δημοκρατία, αφού τους προσφέρεται η δυνατότητα να κάνουν σαφέστερες διακρίσεις μεταξύ πολιτικών και κομμάτων. Από την άλλη πλευρά, ο υπερβολικός αρνητισμός έχει αρνητικές συνέπειες για την κοινωνία: μειώνει τη πολιτική συμμετοχή, ιδίως στις εκλογές, εντείνει τη δυσαρέσκεια προς την πολιτική και ενισχύει την πόλωση, ωθώντας τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους σαν εχθρούς.

Παρά αυτές τις επιπτώσεις, οι πολιτικοί συνεχίζουν να επιτίθενται επειδή θεωρούν πως ο αρνητισμός εξυπηρετεί εκλογικούς σκοπούς και ότι η μείωση των αντιπάλων τους αποτελεί καθήκον τους. Αν και αυτό μπορεί εν μέρει να ισχύει, έρευνες δείχνουν πως αυτή η τακτική μπορεί να επιφέρει το αποκαλούμενο «ανάστροφο αποτέλεσμα» – να λειτουργήσει δηλαδή ως μπούμερανγκ, μειώνοντας τη δημοφιλία των αρνητικών πολιτικών και κάνοντας τους αντιπάλους τους να φαίνονται πιο αρεστοί.

Το ερώτημα όμως παραμένει: Γιατί οι πολιτικοί επιμένουν σε τέτοιες τακτικές παρά τους ορατούς κινδύνους; Τα μέσα ενημέρωσης ενδέχεται να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο σε αυτό. Η προτίμησή τους για την προβολή αρνητικών ειδήσεων, που αντανακλά την τάση του κοινού να εστιάζει στις αρνητικές ειδήσεις, πιθανόν να εξηγεί γιατί οι πολιτικοί συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τον αρνητισμό, παρά τις αβέβαιες συνέπειες που έχει στη δημοτικότητά τους και τις αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνία. Πολιτικοί που κραυγάζουν και επιτίθενται έχουν περισσότερες πιθανότητες να κερδίσουν δημοσιότητα και όταν ανταμείβονται με μεγαλύτερη προβολή στα μέσα ενημέρωσης, ενθαρρύνονται να συνεχίσουν αυτή τη συμπεριφορά.

Στην Ελλάδα, τα τελευταία τουλάχιστον 30 χρόνια, τα μέσα ενημέρωσης, ιδίως τα κεντρικά δελτία ειδήσεων, προβάλλουν έντονα όσους αντιτίθενται τόσο στην κυβέρνηση όσο και στο κόμμα τους. Ακόμη χειρότερα, προβάλλεται όποιος πολιτικός «κραυγάζει» περισσότερο. Αυτή η στρατηγική, που εξασφαλίζει αναγνωρισιμότητα και προβολή, ενθαρρύνει πολιτικούς να υψώνουν ακόμη περισσότερο τους τόνους. Ακόμη και στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι πολιτικοί αναγνωρίζουν τη διαρκή δύναμη της προβολής στα παραδοσιακά μέσα και εργάζονται για να τραβήξουν την προσοχή μέσω συγκρούσεων ή θεάματος.

Οταν μάλιστα ο αρνητισμός συνδυάζεται με αγένεια απέναντι στους αντιπάλους, αυτό θεωρείται ότι τραβά ακόμη περισσότερη δημοσιότητα. Ωστόσο, τόσο τα μέσα ενημέρωσης όσο και οι πολιτικοί που υιοθετούν αυτές τις πρακτικές συμβάλλουν στη διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού, τόσο απέναντι στους πολιτικούς όσο και στα μέσα ενημέρωσης.

Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα με την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος βλέπουμε και την κατάρρευση του μιντιακού συστήματος, το οποίο δυστυχώς αντικαθίσταται από μέσα που καλλιεργούν την πόλωση και τη ρητορική μίσους, μαζί με τους πολιτικούς που τα υποστηρίζουν. Κι αυτό δεν συνέβη μέσα σε έναν χρόνο!

Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών