Σε άλλες συνθήκες, το έχουμε αποκαλέσει «ελληνικό εξαιρετισμό» – και μην μπερδεύεστε, στην εξαίρεση παραπέμπει ο όρος, όχι σε κάτι εξαιρετικό. Πρόκειται δηλαδή για την απαίτηση μιας χώρας που ανήκει σε μια οικογένεια, εν προκειμένω της Ελλάδας, να εξαιρεθεί, ή τέλος πάντων να διαφοροποιηθεί, για οικονομικούς, εθνικούς, ιστορικούς ή άλλους λόγους από ένα μέτρο που αποφασίζεται σε συλλογικό επίπεδο. Τελευταίο παράδειγμα, το σχέδιο ReArm Europe.

Σε τι θέλουμε να διαφοροποιηθούμε εδώ από τους εταίρους μας; Στο πώς θέλουμε να αξιοποιήσουμε την εξαίρεση της αύξησης των αμυντικών δαπανών από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες συνειδητοποιούν (επιτέλους) την ανάγκη εξοπλισμού της ηπείρου για την αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας: «Κανείς δεν πιστεύει ότι ο Πούτιν θα σταματήσει στην Ουκρανία», είπε τις προάλλες ο πρόεδρος Μακρόν. Και, όπως είναι φυσικό, δεν θέλουν να υποστούν κυρώσεις για την υπέρβαση του ελλείμματος.

Εμείς, πάλι, έχουμε άλλες ανησυχίες. Θέλουμε να αυξάνουμε κατά βούληση τις αμυντικές δαπάνες για να αντιμετωπίσουμε όχι τη Ρωσία, αλλά την Τουρκία, που κατά σύμπτωση παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο σχέδιο της Φον ντερ Λάιεν. Και θέλουμε αύξηση του δημοσιονομικού χώρου όχι για να συμβάλουμε στη μαζική υποστήριξη της Ουκρανίας, όπως είπε η πρόεδρος της Κομισιόν, αλλά για να δώσουμε φοροελαφρύνσεις την επόμενη χρονιά, που κατά σύμπτωση θα είναι προεκλογική. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που επιμένουμε η ρήτρα εξαίρεσης να μην αφορά μόνο τις νέες αμυντικές δαπάνες, αλλά και εκείνες που έχουν ήδη αποφασιστεί και καταγραφεί στα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια.

Αντί να επικεντρωθούμε στην προσπάθεια επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, ώστε να μπορέσουμε απερίσπαστοι να αποκρούσουμε τον νέο ολοκληρωτισμό, κλιμακώνουμε μια δαπανηρή κούρσα εξοπλισμών με τη γειτονική χώρα. Κι αντί να τραβήξουμε μια γραμμή με τις ψηφοθηρικές πρακτικές του παρελθόντος, που παρεμπιπτόντως μας κατέστρεψαν, εφευρίσκουμε νέα κόλπα για να τις διαιωνίζουμε.

Το πρώτο αποτελεί «εθνική γραμμή», που δύσκολα μια κυβέρνηση μπορεί να παραβιάσει. Το δεύτερο βρίσκει αντίθετο τον σημερινό υπουργό Εθνικής Οικονομίας: ο Κωστής Χατζηδάκης είχε εξαγγείλει ήδη από πέρυσι το τέλος της πολιτικής των έκτακτων ενισχύσεων και επιδομάτων, καθώς θεωρεί ότι το κλειδί για την ανάπτυξη της οικονομίας είναι η αύξηση των εισοδημάτων. Δεν θα ήθελε λοιπόν να αναγκαστεί να κάνει κάτι με το οποίο διαφωνεί.

Κι εδώ έρχεται ως από μηχανής θεός ο ανασχηματισμός. Αν επιβεβαιωθεί το σενάριο της μετακίνησης του Χατζηδάκη στο Μαξίμου, ο Πρωθυπουργός θα πετύχει με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: θα απαλλαγεί από δυσάρεστες αντιρρήσεις για την οικονομική του πολιτική και θα εξασφαλίσει την παρουσία δίπλα του ενός έμπιστου και ικανού ανθρώπου που δεν ανέβασε τους τόνους ακόμη κι όταν έμαθε ότι τον παρακολουθούσαν.

Το κατά πόσον αυτές οι αλλαγές θα αποβούν αρκετές για να αλλάξει το κλίμα είναι ένα άλλο ζήτημα.