Ο Πάπας πεθαίνει. Στο κολέγιο των επισκόπων ξεσπά μια αδυσώπητη μάχη για τη διαδοχή, στην εξέλιξη της οποίας διαμορφώνονται δύο μέτωπα. Ενα αντιδραστικό, που θέλει να ανακαλέσει όλες τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, να επαναφέρει τη λειτουργία στα λατινικά και να μετατρέψει τον καθολικισμό ξανά σε μαχόμενη εκκλησία που κυνηγά αιρετικούς και διώχνει τους αλλόθρησκους από την Ευρώπη. Κι ένα φιλελεύθερο, εκσυγχρονιστικό, που προσπαθεί να αποκρούσει την απειλή. Μα ενώ το αντιδραστικό μπλοκ έχει ηγέτη, έναν κυνικό, αμοραλιστή και υποκριτή πολιτικάντη, το φιλελεύθερο δυσκολεύεται να βρει ικανό υποψήφιο, καθώς ο ένας μετά τον άλλον οι εκπρόσωποί του αποδεικνύονται διεφθαρμένοι, αμαρτωλά φιλόδοξοι, ιντριγκαδόροι.

Η ιστορία είναι φανταστική. Είναι η υπόθεση ενός βιβλίου που έγινε η βάση για το σενάριο μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες, «οσκαρικές» ταινίες της σεζόν – «Κονκλάβιο». Στο σινεμά τη λύση (αν και η ταινία τελειώνει με ένα μεγάλο ερωτηματικό) τη δίνει ένας από μηχανής άγιος, ένας εξωτικός επίσκοπος, αμέτοχος των συνωμοσιών του Βατικανού, που εκλέγεται Πάπας. Μα αν δούμε την ταινία ως πολιτική αλληγορία, αν η μάχη στο Κονκλάβιο είναι μια συμβολική αναπαράσταση της μεγάλης πολιτικής σύγκρουσης που είναι σε εξέλιξη στον κόσμο ανάμεσα στους υποστηρικτές της φιλελεύθερης δημοκρατίας που κινδυνεύει και τους ηγέτες του ανερχόμενου αυταρχισμού που σαρώνει, η δραματική πλοκή της μπορεί να αποκαλύπτει την ουσία του πολιτικού δράματος της εποχής. Πως ο κίνδυνος για τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα δεν προέρχεται τόσο από κάποια μαγική δύναμη των αυταρχικών όσο από την υπαίτια αδυναμία των φιλελευθέρων.

Από το σινεμά, ας επιστρέψουμε στον πραγματικό κόσμο, λοιπόν. Μέσα σε λίγες εβδομάδες βλέπουμε τον κόσμο μας να ανατρέπεται. Η εξωτερική πολιτική της ισχυρότερης δύναμης στον κόσμο κάνει στροφή 180 μοιρών, εγκαταλείπει σταθερές οκτώ δεκαετιών. Η Δύση, ως συλλογική, φαντασιακή έστω, πολιτική οντότητα, απειλείται με αποσυναρμολόγηση. Η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε μεγάλα, υπαρξιακά διλήμματα. Οι προϋποθέσεις στις οποίες στήριζε την ασφάλεια, την ευημερία, την κοινωνική συνοχή και την ευρωστία της δημοκρατίας της κλονίζονται. Μα το Κονκλάβιο, ως αλληγορία, μας επιβάλλει να αναρωτηθούμε: μήπως ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι εξωτερικός, ο Τραμπ και ο Πούτιν, αλλά εσωτερικός, η «απομάγευση» της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, η δυσπιστία των νεότερων γενιών, ιδίως, προς τους δημοκρατικούς θεσμούς;

Το ερώτημα μας αφορά άμεσα. Μια δημοσκόπηση της QED, για παράδειγμα, έδειξε πως εμείς οι Ελληνες είμαστε, μεταξύ των Ευρωπαίων, εκείνοι που βλέπουμε λιγότερο ως κίνδυνο για την Ευρώπη τον Τραμπ (56% εμείς, έναντι 74% των Γερμανών και 78% των Βρετανών) και ακόμη λιγότερο τον Πούτιν (52% εμείς, 79% οι Γερμανοί, 80% οι Γάλλοι, 87% οι Ισπανοί και 89% οι Βρετανοί). Στην ίδια δημοσκόπηση, στο ερώτημα αν η σύγχρονη δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα που μπορούμε να έχουμε, ένα 71% απαντά θετικά. Αλλά το 33% των νεότερων γενιών, όσων είναι κάτω των 40 ετών, απαντά αρνητικά. Προσθέστε μία ακόμη δημοσκόπηση (Real Polls για το Protagon), όπου τα τρία κόμματα που έχουν κυβερνήσει τη χώρα, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, αθροίζουν πρόθεση ψήφου, όλα μαζί, κάτω από 40% και η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου εκτινάσσεται στη δεύτερη θέση. Με τα ποσοστά της να είναι ιδιαίτερα υψηλά, φυσικά, μεταξύ των νέων.

Το πρόβλημα είναι προφανές. Και ενώ έχει σαφή «ελληνικά» χαρακτηριστικά και αναγνωρίσιμες «εθνικές» αιτίες, είναι ωστόσο συμβατό με τη γενικότερη τάση στον κόσμο. Είναι αρκετά χρόνια τώρα που η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία απομειώνεται. Και η εικόνα των νέων έχει πάψει να συνταιριάζει με τα παλιά στερεότυπα περί νεότητας, ως της εποχής της αισιοδοξίας, της ανεμελιάς, της κοινωνικότητας και του δημοκρατικού φιλελευθερισμού. Μια παλιότερη βρετανική έρευνα είχε προκαλέσει σοκ. Το 60% των νέων ηλικίας 18-24 αλλά και 25-34 στη Βρετανία έβρισκε ελκυστική την ιδέα ενός «ισχυρού ηγέτη που δεν έχει να ασχολείται με εκλογές και κοινοβούλιο» κι ένα σχεδόν 50% έβρισκε καλή ιδέα μια στρατιωτική κυβέρνηση.

Τα σημάδια από τότε έχουν πολλαπλασιαστεί. Στις πιο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, στη Γερμανία, την Αυστρία ή την Ολλανδία, η κινητήρια δύναμη της ανόδου των κομμάτων της Ακροδεξιάς είναι η ψήφος των νέων. Των νέων ανδρών, για την ακρίβεια. Δύο μεγάλες ηλικιακές ομάδες, η Γενιά Ζ αλλά και οι Millennials, φαίνεται να αναγνωρίζονται όλο και λιγότερο στις ιδέες και τους θεσμούς της δημοκρατίας – σε ό,τι πίστευαν με πάθος οι συνομήλικοί τους περασμένων δεκαετιών.

Τα ευρήματα αυτά θα μπορούσαν εύκολα να τροφοδοτήσουν κύματα «μισονεϊσμού», όπως έλεγε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, λοιδορίας των «κακομαθημένων» νέων «που δεν καταλαβαίνουν», από τους διάφορους γερο-παρατατικούς. Αλλά θα ήταν μια επικίνδυνη αντιστροφή της πραγματικότητας. Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι νέοι δεν ενσωματώνονται, είναι ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να τους ενσωματώσει. Είναι ένα θέμα «μεθόδου», ίσως. Οπως έχει πολλές φορές επισημανθεί, τα τελευταία 20-25 χρόνια η επανάσταση του Διαδικτύου έχει αλλάξει εκ θεμελίων τον τρόπο που επικοινωνούμε, ενημερωνόμαστε, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, αισθανόμαστε τα πράγματα, συνδεόμαστε μεταξύ μας. Αλλά τι έχει αλλάξει στο λογισμικό της πολιτικής; Τίποτε. Η πολιτική, η λειτουργία των βαριών και αργόσυρτων θεσμών της δημοκρατίας, μοιάζει με ένα αναλογικό γκέτο σε έναν ψηφιακό κόσμο, τον οποίο οι εχθροί της δημοκρατίας διασχίζουν πολύ πιο αποτελεσματικά. Μα ακόμη περισσότερο από θέμα μεθόδου είναι θέμα ουσίας της πολιτικής. Ολο και περισσότερο, όλο και πιο εμφατικά, οι φιλελεύθεροι μοιάζουν όλο και πιο αποσυντονισμένοι από τις γενιές που θα έπρεπε να είναι το προνομιακό τους ακροατήριο.