Με αφορμή την πρόσφατη εμφάνιση του Νορβηγού ποιητή Κνουτ Έντεγκορτ στην Ελλάδα για την παρουσίαση του βιβλίου του, Ο Χρόνος Μπαίνει Μέσα (εκδ. Σαιξπηρικόν), μιλάμε με τον μεταφραστή του, Σωτήρη Σουλιώτη, για τη Σκανδιναβική λογοτεχνία και την απήχησή της στο ελληνικό κοινό.
Τι σας τράβηξε αρχικά στη σκανδιναβική λογοτεχνία και πώς έχει εξελιχθεί η σχέση σας με αυτή μέσα από τη μετάφραση; Υπάρχουν συγγραφείς ή έργα που σας έχουν σημαδέψει ιδιαίτερα;
Η σκανδιναβική λογοτεχνία με τράβηξε όταν διαπίστωσα ότι εκείνη την εποχή που τη γνώρισα (γύρω στο 1990) μιλούσε για θέματα τα οποία δεν μιλούσε η ελληνική, δηλ. θέματα της προσωπικής και κοινωνικής ζωής στη σύγχρονη εποχή που ζούσα. Στην ελληνική λογοτεχνία εκείνη την εποχή τα εν λόγω θέματα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα ή περιβάλλονταν από πολιτικά και ιστορικά γεγονότα της μεταπολεμικής Ελλάδας, τα οποία βάρυναν περισσότερο. Με άλλα λόγια, η σκανδιναβική λογοτεχνία εκείνη την εποχή, τουλάχιστον για τη δική μου κρίση, ασχολούνταν με το παρόν, ενώ η ελληνική με το παρελθόν. Τώρα βέβαια αυτό έχει αλλάξει: και η ελληνική λογοτεχνία ασχολείται με θέματα της σύγχρονης ζωής, και τα δικά μου ενδιαφέροντα έχουν μετατοπιστεί και έχουν περάσει από την προσωπική στην κοινωνική και πολιτική ζωή, αλλά και εκτιμώ την ενασχόληση με το παρελθόν περισσότερο από όσο την εκτιμούσα παλιά, όμως και πάλι με απώτερο στόχο το παρόν και το μέλλον.
Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που με «σημάδεψαν», όπως το πρώτο βιβλίο που μετέφρασα, το «Κοντά στα όρια» του Δανού Πέτερ Χόε, το οποίο είναι αλλιώς αν το διαβάζεις ως Ελληνας και αλλιώς ως Δανός, κάτι που υπήρξε μια μίνι αποκάλυψη για μένα, ύστερα από πολλά χρόνια στη Δανία. Επίσης το «Αυτό» της δανής ποιήτριας Ινγκερ Κρίστενσεν, καθότι εμπεριέχει πολλές ποιητικές τεχνοτροπίες, τις οποίες έπρεπε να αποδώσω στα ελληνικά με παρόμοιο τρόπο, π.χ. την κλασική ομοιοκαταληξία με κλασική ομοιοκαταληξία, τον εγκιβωτισμό με εγκιβωτισμό κ.λπ., κάτι το οποίο έγινε επιτυχώς. Αλλά, κακά τα ψέματα, αν ξεχωρίσω έναν σκανδιναβό συγγραφέα, νιώθω σαν να παραμερίζω τους υπόλοιπους, και αυτό θα ήταν άδικο, καθότι όλοι τους με έχουν σημαδέψει, όλοι τους είχαν στοιχεία τα οποία με συγκίνησαν κατά τη μετάφραση του έργου τους. Και οι Νορβηγοί Γιον Φόσε (βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2023), Κνουτ Εντεγκορντ και Καρλ Ούβε Κνάουσκορντ, οι Δανοί Χένρικ Νόρντμπραντ, Τόμας Μπόμπεργκ και Πία Τάφντρουπ και άλλοι πολλοί. Ωστόσο, ένα έργο που θα ήθελα να ξεχωρίσω θα ήταν το μυθιστόρημα του δανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Ολαβ Χέργκελ «Φυγάς στην Κοπεγχάγη», εκδ. Θύραθεν, καθότι μιλάει, μέσα από μια μυθιστορηματική πλοκή, για την πολιτική κατάσταση της Δανίας της εποχής του, και δη της εποχής που η Δανία εισέβαλε στο Ιράκ μαζί με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, και τα προβλήματα των σύγχρονων δημοκρατιών με καταπληκτική ανθρωπιά και ενσυναίσθηση, αλλά και θάρρος, καθώς μιλάει για την ίδια του την εποχή, κάτι που δεν συνηθίζεται, τουλάχιστον στην Ελλάδα: πρώτα περνάει η εποχή και ύστερα μιλάει γι’ αυτήν η λογοτεχνία.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες γλωσσικές και πολιτισμικές προκλήσεις που αντιμετωπίζετε όταν μεταφράζετε σκανδιναβικά κείμενα στα ελληνικά; Πώς ισορροπείτε ανάμεσα στην πιστότητα στο πρωτότυπο και στην προσαρμογή για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό;
Παλαιότερα αντιμετώπιζα πολύ περισσότερες γλωσσικές προκλήσεις και αυτό οφειλόταν στο ότι η σκανδιναβική λογοτεχνία εμπεριέχει ειδικές λέξεις για πολλά αντικείμενα της σύγχρονης καθημερινής ζωής, τα οποία μπορεί να υπάρχουν μεν και στα ελληνικά, αλλά δεν υπήρχαν λέξεις για αυτά και αποδίδονταν περιφραστικά ή παραβλέπονταν, όπως π.χ. η δανική λέξη «omstilling», που σημαίνει «τα κεντρικά», δηλ. το γενικό τηλέφωνο ενός οργανισμού ή μιας επιχείρησης, το οποίο θα σε συνδέσει με κάποιο εσωτερικό τηλέφωνο, αν το επιθυμείς. Η ελληνική λέξη «τα κεντρικά» είναι πολύ λιγότερο σαφής από την αντίστοιχη δανική λέξη, που συναντάται με την ίδια μορφή και σημασία και στις άλλες σκανδιναβικές γλώσσες. Επειτα η απόδοση της σκανδιναβικής φύσης στα ελληνικά, καθότι αφενός τα λουλούδια και τα δέντρα αλλά και άλλα φυσικά φαινόμενα είναι πολύ διαφορετικά από αυτά της ελληνικής φύσης, αφετέρου οι Σκανδιναβοί είναι πολύ πιο συνδεδεμένοι με τη φύση και γνωρίζουν πολύ περισσότερα από λουλούδια, φυτά, ζώα και έντομα από ό,τι οι Ελληνες, οπότε ακόμα και αν τα μεταφράσω, για τον μεν Σκανδιναβό αυτά είναι γνωστά και οικεία, για τον δε Ελληνα είναι άγνωστα και παράξενα: ποιος ο λόγος να αναφέρεται κανείς σε ένα τυχαίο δέντρο κ.λπ.; Και τέλος όσον αφορά το σκανδιναβικό σύστημα κρατικής πρόνοιας, οι παροχές του οποίου είναι γενναιόδωρες, ακόμα και αν υπάρχουν παρόμοιες λέξεις στα ελληνικά, τα μεγέθη είναι πολύ διαφορετικά και στον έλληνα αναγνώστη δημιουργείται εσφαλμένη εντύπωση: ο Δανός που λαμβάνει επίδομα κοινωνικής πρόνοιας (δηλ. 1.500 ευρώ τον μήνα) ζει αρκετά αξιοπρεπώς, ενώ για τον αντίστοιχο Ελληνα (αν το λαμβάνει, που είναι 200 ευρώ τον μήνα) το ποσό είναι συμβολικότατο, για μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τις τιμές της Σκανδιναβίας σε πολλούς τομείς. Σε όλα αυτά τα παραπάνω πρέπει να ισορροπώ, όπως λέτε, ανάμεσα στην πιστότητα και στο πρωτότυπο.
Συχνά (στην πεζογραφία) αναγκάζομαι να παραθέτω επεξηγήσεις σε υποσημειώσεις. Βέβαια, η μετάφραση είναι περισσότερο απόδοση συναισθημάτων, σκέψεων και καταστάσεων, και μετά λέξεων, δηλ. απόδοση του ενός γλωσσικού (νοητικού, πολιτιστικού, συναισθηματικού) συγκειμένου στο άλλο. Εδώ πρέπει να νιώθεις και τι λέει το πρωτότυπο και να το αποδίδεις στη μετάφραση με τρόπο που να φαίνεται επακριβώς η διάθεση του πρωτοτύπου: π.χ. όταν λέμε στα δανικά «Hva’ så?», που είναι ο κλασικός χαιρετισμός ανθρώπων που γνωρίζονται καλά, όταν συναντιούνται κάποια στιγμή, κυρίως προγραμματισμένα, η αντίστοιχη ελληνική έκφραση είναι «Τι λέει;» και όχι «Πώς πάει;», το οποίο είναι το δανικό «Hvordan går det?».
Η σκανδιναβική λογοτεχνία έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα, κυρίως μέσα από το Nordic Noir. Πιστεύετε ότι αυτή η τάση έχει επηρεάσει την πρόσληψη των σκανδιναβών συγγραφέων στη χώρα μας; Υπάρχουν λιγότερο γνωστές όψεις της σκανδιναβικής λογοτεχνίας που αξίζει να αναδειχθούν;
Και ναι, και όχι. Το Nordic Noir, ως αστυνομική λογοτεχνία, ίσως επηρεάζει πρωτίστως την αντίστοιχη ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, και αν επηρεάζει κάπως την ελληνική λογοτεχνία, είναι στην εξονυχιστική περιγραφικότητα, που μέχρι πρότινος δεν ήταν ίδιον της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά τώρα κάπου κάπου συναντάται: π.χ., αντί να πούμε «φόρεσε το πουκάμισό του», όπως θα έγραφε ένα ελληνικό μυθιστόρημα, λέμε «έβαλε το ένα μανίκι, μετά το άλλο και κούμπωσε το πουκάμισο». Ομως η πρόσληψη των σκανδιναβών συγγραφέων μέχρι τώρα στην Ελλάδα δεν μπορεί ακόμα να νοηθεί χωρίς την πρόσληψη της Σκανδιναβίας γενικότερα: το μεγαλύτερο κίνητρο των ελλήνων αναγνωστών σκανδιναβικών λογοτεχνικών έργων είναι να γνωρίσουν τη Σκανδιναβία, καθότι η τελευταία είναι ελκυστική λόγω του κοινωνικού της κράτους και των δεικτών ευτυχίας της. Πολλοί Ελληνες έχουν μεταναστεύσει στη Σκανδιναβία για καλύτερη ζωή, και συνεχίζουν να το κάνουν, οπότε νομίζω ότι υπό αυτό το πρίσμα διαβάζεται η σκανδιναβική λογοτεχνία, και δη το Nordic Noir, στην Ελλάδα. Ομως για μένα κάθε όψη της σκανδιναβικής λογοτεχνίας αξίζει να αναδειχθεί στην Ελλάδα, ακόμα και τα έργα που έχουν να κάνουν με το ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό παρελθόν της Σκανδιναβίας, όπως π.χ. «Το στεφάνι» (το πρώτο τμήμα της τριλογίας «Κριστίν Λαβρανσντάτερ», τα επόμενα δύο τμήματα δεν έχουν εκδοθεί και τιτλοφορούνται «Η κυρά του σπιτιού» και «Ο σταυρός»). Επίσης η σκανδιναβική ποίηση, μολονότι έχει εκπροσωπηθεί στην Ελλάδα, αξίζει περισσότερη προσοχή και πιο πολλές εκδόσεις, καθότι μπορεί μεν να περιλαμβάνει ποιητές που γράφουν με συγκεκριμένες μανιέρες, οι οποίες δεν είναι πολύ αγαπητές στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αλλά υπάρχουν και άλλοι σκανδιναβοί ποιητές με πηγαίο ταλέντο, όμορφες εικόνες και πανανθρώπινο σύγχρονο προσανατολισμό. Θα ήθελα δηλαδή περισσότερη σκανδιναβική ποίηση στην Ελλάδα.
Η μετάφραση είναι μια διαδικασία που συχνά θεωρείται αόρατη, παρότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της λογοτεχνικής εμπειρίας. Πόσο δημιουργικός νιώθετε ως μεταφραστής; Υπάρχουν στιγμές που αισθάνεστε συν-συγγραφέας του έργου που μεταφράζετε;
Χωρίς μετάφραση, εννοείται ότι δεν υπάρχει ξένη λογοτεχνία. Τώρα ως προς το αν είναι αόρατη η μετάφραση πιστεύω ότι πλέον μόνο η διαδικασία είναι αόρατη, καθότι είναι μια εργασία μοναχική. Ομως οι μεταφραστές έχουν γίνει πιο γνωστοί από ό,τι ήταν παλιά. Παλαιότερα, και οι μεταφραστές ήταν «αόρατοι», γιατί αυτό που ενδιέφερε μονάχα ήταν ο συγγραφέας, καθότι το σύνολο της λογοτεχνίας μιας χώρας ήταν ντόπιο και γηγενές, και για να έρθει ξένος συγγραφέας στην ντόπια αγορά πρέπει να είναι εκ των προτέρων «όνομα» στη χώρα του, οπότε ο μεταφραστής δεν ενδιαφέρει. Στις μέρες μας όμως, με το Ιντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν αποκτήσει βήμα και οι μεταφραστές, οι οποίοι, σε σύγκριση με το παρελθόν, είναι αρκετά πιο γνωστοί στο ευρύ κοινό. Εγώ νιώθω πολύ δημιουργικός ως μεταφραστής, βέβαια εξαρτάται και από το πρωτότυπο έργο. Μερικά έργα σού επιβάλλουν να είσαι πιο δημιουργικός από ό,τι άλλα, όμως γενικότερα, ναι, συμφωνώ ότι κάποιες φορές, επειδή ταυτίζομαι με τον συγγραφέα (η ταύτιση με τον συγγραφέα αποτελεί ή πρέπει να αποτελεί μέρος της διαδικασίας της μετάφρασης), αισθάνομαι συν-συγγραφέας, ευγνωμονώντας παράλληλα και τον πραγματικό συγγραφέα που με αυτόν τον τρόπο μού επιτρέπει να ρίξω μια διεξοδική ματιά στον κόσμο του.
Πώς βλέπετε το μέλλον της σκανδιναβικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα; Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς ή ρεύματα που θεωρείτε ότι αξίζει να γνωρίσει καλύτερα το ελληνικό κοινό;
Το μέλλον είναι δύσκολο να το προβλέψει κανείς, καθότι και η λογοτεχνία έχει να κάνει, όπως πολλά άλλα πράγματα, με τη μόδα και τις τάσεις που υπάρχουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αυτή τη στιγμή η Σκανδιναβία θεωρείται για τους Ελληνες κάτι σαν τη Γη της Επαγγελίας και εξωτικός μακρινός πλανήτης, οπότε όλοι θέλουν να τη γνωρίσουν, ακόμα και αν δεν πρόκειται να κατοικήσουν εκεί, οπότε η λογοτεχνία βοηθάει σε αυτό. Σήμερα οι περισσότερες χώρες που δεν έχουν μητρική γλώσσα τα αγγλικά ενισχύουν τη μετάφραση και την έκδοση της λογοτεχνίας τους στο εξωτερικό με επιχορηγήσεις σε ξένους εκδότες και μεταφραστές. Οι σκανδιναβικές χώρες, μέσω των κρατικών τους φορέων, το κάνουν αυτό σε μεγάλο βαθμό, ενώ παράλληλα ενισχύουν οικονομικά και τους συγγραφείς τους στο εσωτερικό, με αποτέλεσμα αφενός μεν να γράφεται λογοτεχνία σε αυτές, αφετέρου να προάγεται στο εξωτερικό. Αυτού του είδους η οικονομική ενίσχυση σίγουρα αποτελεί κίνητρο για τις ξένες χώρες να εκδίδουν σκανδιναβική λογοτεχνία, χωρίς βέβαια να είναι το μόνο κίνητρο.
Προσωπικά πιστεύω ότι όταν η Ελλάδα αποκτήσει κοινωνικό κράτος όπως οι σκανδιναβικές χώρες – ή όταν οι Ελληνες πιστέψουν μια για πάντα ότι δεν πρόκειται να γίνει αυτό και θεωρήσουν ότι δεν υπάρχει τίποτα κοινό μεταξύ μας –, τότε η σκανδιναβική λογοτεχνία ίσως να μην είναι τόσο δημοφιλής, όπως είναι τώρα, ακόμα και έτσι όμως θα υπάρχουν πάντα αξιόλογες μονάδες, δηλ. συγγραφείς, που θα λάμπουν στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα, όπως κάποτε ο Κίρκεγκορ ή η Κάρεν Μπλίξεν, ο Ιψεν, ο Στρίντμπεργκ, ο Γιον Φόσε κ.ά., και φυσικά θα χαίρουν αξίας και στην Ελλάδα.
Το ελληνικό κοινό θα άξιζε όντως να γνωρίσει ακόμα περισσότερους σκανδιναβούς συγγραφείς και ρεύματα, όπως π.χ. η λογοτεχνία του ’60 και του ’70, για σύγκριση με τις αντίστοιχες ελληνικές λογοτεχνικές περιόδους, αλλά και άλλα ρεύματα, όπως η σκανδιναβική ποίηση, που μιλά για την εποχή μας και τα προβλήματά της με αμεσότητα και θέρμη και που, επιμένω, έχει πολλά κρυμμένα διαμάντια, εκ των οποίων πολλά θα δείτε προσεχώς!