Οι ψηφοφόροι δείχνουν την τελευταία περίοδο μια τάση προς αντισυμβατικές επιλογές. Αυτό αποτελεί κάποια τρέλα, εξτρεμισμό ή επίθεση προς το σύστημα; Τίποτα από αυτά.
Για να κατανοήσουμε το νέο σκηνικό – έστω όπως διαμορφώνεται στις δημοσκοπήσεις σε αυτή τη φάση – μπορούμε να διακρίνουμε τρία βασικά χαρακτηριστικά της κοινής γνώμης.
Πρώτον, εξαιρετικά υψηλά ποσοστά κυνισμού. Οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν με εξαιρετική καχυποψία πλέον τα εδραιωμένα κόμματα. Συχνά εκτιμούν πως οι διαφορές τους είναι σχεδόν ασήμαντες.
Δεύτερον, γενικευμένο αίσθημα ματαίωσης των προσδοκιών. Σε μια όμοια περίοδο με το 2009, όταν το ΠΑΣΟΚ αμφισβήτησε τη διαφαινόμενη κρίση και με τη ρητορική του «λεφτά υπάρχουν» κέρδισε εμφατικά τις εκλογές, έτσι το 2019 και το 2023 η Νέα Δημοκρατία κυριάρχησε απορρίπτοντας τη διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά το 2009 η απομάγευση των ψηφοφόρων οδήγησε στη ραγδαία αποδυνάμωση των κομμάτων και στις εκλογές ανατροπής του κομματικού συστήματος του 2012. Σήμερα, διαφαίνεται πάλι μια γενική απαίτηση αλλαγών.
Τρίτον, το αίσθημα πολιτικής αναποτελεσματικότητας και αδιαφανούς διαχείρισης. Το δυστύχημα των Τεμπών, ως ένα τριφασικό φαινόμενο, συμπυκνώνει τα παραπάνω στοιχεία. Στα Τέμπη μπορούμε να διακρίνουμε τη φάση πριν από το δυστύχημα, δηλαδή την κατάσταση των σιδηροδρόμων και την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να δημιουργήσει σύγχρονες σιδηροδρομικές μεταφορές στη χώρα, τη φάση του δυστυχήματος, αλλά και τη φάση της διαχείρισης, μετά το δυστύχημα. Στη φάση της διαχείρισης, η κυβέρνηση άλλοτε με υψηλούς τόνους, άλλες φορές επιχειρώντας αλλαγή της ατζέντας, οδήγησε σε μια γενικευμένη πεποίθηση επιχειρούμενης συγκάλυψης.
Επομένως δεν τρελάθηκαν οι ψηφοφόροι. Απλώς αναζητούν τα βασικά στοιχεία αποτελεσματικής δημοκρατικής λειτουργίας σε άλλες επιλογές, καθώς αυτές που εμπιστεύτηκαν τόσα χρόνια δεν κατάφεραν να τα αποδώσουν. Η άνοδος αντισυμβατικών φωνών σήμερα, όπως της Πλεύσης Ελευθερίας από τα αριστερά, ή της Ελληνικής Λύσης από τα δεξιά, ή και η δημιουργία νέων κομμάτων, ανταποκρίνονται ακριβώς σε αυτή τη ζήτηση αλλαγής υποδείγματος.
Το πολιτικό μας σύστημα, από τη Μεταπολίτευση έως το 2012, απολάμβανε έναν εξαιρετικά υψηλό βαθμό ελευθερίας κινήσεων. Επομένως οι πολιτικές ελίτ είχαν τεράστιες δυνατότητες να υλοποιήσουν το πρόγραμμά τους και να συμβάλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης και λειτουργικής χώρας. Σήμερα, ακριβώς εξαιτίας των απεριόριστων βαθμών ελευθερίας του παρελθόντος, υπάρχει ένας υπέρμετρος – ίσως – καταλογισμός.
Αρα δεν είναι οι ψηφοφόροι που τρελάθηκαν σε αυτή τη φάση. Οι πολιτικές ελίτ έχουν τρελαθεί, και μάλιστα εδώ και καιρό.
Φυσικά, αυτό γεννά ένα ακόμα ερώτημα. Μία ακόμα ανατροπή του κομματικού συστήματος θα οδηγήσει σε κάτι καλύτερο; Αυτό αποτελεί μια άλλη συζήτηση.
Ομως η πιο σημαντική συζήτηση είναι αυτή που δεν γίνεται. Ούτε σήμερα αλλά ούτε την περίοδο της κρίσης. Είναι η συζήτηση του πώς τα εδραιωμένα κόμματα με τη στάση τους, και το πολιτικό προσωπικό με το παράδειγμά του, αμφισβήτησαν τα ίδια τους κανόνες της δημοκρατίας, για λογοδοσία, διαφάνεια και αποτελεσματική διαχείριση.
Κατά μία έννοια, πολύ πριν από την άνοδο των αντισυμβατικών δυνάμεων, τα εδραιωμένα κόμματα έστρωσαν τον δρόμο και νομιμοποίησαν τέτοιες αντισυμβατικές και αντικατεστημένες επιλογές.