Ο Νίκος Γόδας γεννήθηκε το 1921 στο Αϊβαλί, μέσα στον κυκλώνα της καταστροφής. Πρόσφυγας από κούνια, τον ξέβρασε η θάλασσα αρχικά στη Μυτιλήνη, αργότερα πέρασε στην Κρήτη, μέχρι που ρίζωσε στην Κοκκινιά, σε έναν τόπο που η φτώχεια είχε το χρώμα της σκουριάς και ο αγώνας ήταν τρόπος ζωής.
Το ποδόσφαιρο έγινε γρήγορα το καταφύγιό του, η έκφραση να πολεμά χωρίς όπλα, να φωνάζει χωρίς λόγια.
Στα 17 φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού – εκείνη που θα τον συντρόφευε ως την ύστατη ώρα. Οι παλιότεροι έλεγαν πως ήταν τόσο χαρισματικός που όταν η μπάλα έφτανε στα πόδια του, οι αντίπαλοι αμυντικοί έμεναν σαστισμένοι σαν να τους είχε χτυπήσει «ξόρκι».
Η φανέλα έγινε το δεύτερο «δέρμα» του, φορώντας την δεν ήταν απλώς ένας ποδοσφαιριστής – ήταν το πνεύμα της ομάδας, η σπίθα που άναβε τη φωτιά του γηπέδου. Ο κόσμος τον αγαπούσε όχι μόνο γιατί ήταν καλός, αλλά γιατί έπαιζε σαν να μην υπήρχε αύριο. Και ίσως, βαθιά μέσα του, να το ήξερε.
Δεν λύγισε στο γήπεδο, δεν λύγισε στον αγώνα, δεν λύγισε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ό Νίκος Γόδας είναι η απόδειξη πως κάποιοι άνθρωποι δεν πεθαίνουν ποτέ – γίνονται σύμβολα
Λοχαγός του ΕΛΑΣ
Η Ιστορία, με τη μόνιμη μανία της να ανακατεύει τα πάντα, αποφάσισε ότι ο Νίκος Γόδας δεν θα διέπρεπε στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Το 1943, όταν η μπάλα είχε αντικατασταθεί από τα όπλα και τα γήπεδα από τα πεδία μάχης, εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Εγινε γρήγορα λοχαγός και μαχητής του 5ου Λόχου στην Κοκκινιά, εκεί που η ελευθερία μετρούσε το αίμα της στα στενά και τα οδοφράγματα.
Στη μάχη της Ηλεκτρικής, στο Κερατσίνι, στάθηκε απέναντι στους κατακτητές, όπως άλλοτε στεκόταν απέναντι στους αμυντικούς. Πολέμησε με το ίδιο πάθος που έπαιζε, γιατί για τον Νίκο Γόδα η μπάλα και το όπλο ήταν τα εργαλεία του ίδιου αγώνα: να υπερασπιστεί κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του. Τα Δεκεμβριανά τον βρήκαν να πολεμά στους δρόμους του Πειραιά, εκεί όπου άλλοτε έτρεχε με μια μπάλα στα πόδια του. «Θα ήταν ωραία να πεθάνουμε εδώ, δεν θα χρειαζόμασταν καν τάφο», είπε κάποτε. Και το εννοούσε.
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, χτυπημένος από πνευμονία και προδομένος από πρώην συμμάχους, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο στη διαβόητη «Δίκη του Ασύλου της Κοκκινιάς». Στις φυλακές της Αίγινας, εκεί όπου η ελπίδα είχε το μέγεθος ενός κελιού, έπαιζε ποδόσφαιρο με τους άλλους κρατούμενους, γιατί η μπάλα δεν ήταν απλώς παιχνίδι. Ηταν η ζωή του.

Με τη χλαίνη, στρατευμένος στην Εθνική Αντίσταση ως λοχαγός του ΕΛΑΣ
Στις 19 Νοεμβρίου 1948, όταν οι δεσμοφύλακες ήρθαν να τον πάρουν για την εκτέλεση, φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα. Δεν ζήτησε συγχώρεση, δεν έσκυψε το κεφάλι. «Θέλω να με εκτελέσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού», είπε. Δεν ήθελε τίποτα άλλο. Στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας, στάθηκε όρθιος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. «Νενικήκαμεν. Ζήτω οι ολυμπιονίκες του σοσιαλισμού», ήταν τα τελευταία του λόγια. Μια φράση που συνόψιζε ιδανικά τις δύο μεγάλες ιδέες που υπηρέτησε με τη ζωή και τον θάνατό του.
Μιχάλης Αναματερός
Οπως ο Νίκος Γόδας, έτσι και ο Μιχάλης Αναματερός έγραψε τη δική του ιστορία με εκείνο το μελάνι που δεν ξεθωριάζει. Γεννημένος το 1910, στην καρδιά της Αθήνας, με ρίζες από τη Νάξο, υπήρξε ένα ακατέργαστο «διαμάντι» του Ολυμπιακού. Αγωνιζόταν στην επίθεση, όμως μπορούσε να παίξει παντού – ακόμη και κάτω από τα δοκάρια, αν η περίσταση το απαιτούσε. Ενας ποδοσφαιριστής που μπορεί να μην είχε τη φινέτσα του Γόδα, είχε όμως κάτι εξίσου πολύτιμο: αλύγιστη θέληση.
Το 1940, ο Μιχάλης Αναματερός σταμάτησε να παίζει ποδόσφαιρο, αλλά δεν σταμάτησε να αγωνίζεται. Μπήκε στον ΕΛΑΣ, έγινε διοικητής μονάδας και πολέμησε σκληρά στις μάχες της Αθήνας. Στη Μάχη της Ομόνοιας, ήταν πίσω από τα οδοφράγματα με τους συντρόφους του, δίνοντας άνισες μάχες με τον κυβερνητικό στρατό και τους Βρετανούς. Οι δρόμοι γέμισαν καπνό και σφαίρες, και εκεί, ανάμεσα στις σκιές των κτιρίων, ο Αναματερός έδωσε την τελευταία του μάχη. Επεσε στα Δεκεμβριανά, αφήνοντας πίσω του έναν Ολυμπιακό που δεν θα τον ξεχνούσε ποτέ.
Ένας ποδοσφαιριστής, ένας πολεμιστής, ένας θρύλος που απέδειξε πως η πίστη σε μια ιδέα αξίζει περισσότερο από μια ζωή
Οι άλλοι «μάγοι»
Οπως δεν θα ξεχνούσε και πολλούς ακόμη ποδοσφαιριστές που αγωνίστηκαν για μια ιδέα. Από τον Γιώργο Δαρίβα, τον μάγο των γηπέδων, που η ζωή τον πέταξε στη Μακρόνησο, για να γράψει το δικό του μανιφέστο αντίστασης μέχρι τον έτερο «Μακρονυσιώτη» και σπουδαίο τερματοφύλακα του Ολυμπιακού, Νίκο Πολίτη, ο οποίος στάθηκε στις δοκιμασίες όπως στεκόταν μπροστά στα δίχτυα του: ακλόνητος. Δεν άφησε τον φόβο να τον λυγίσει.

Ο Ανδρέας Μουράτης, ο θρυλικός «Μιζούρι» (αριστερά), είχε κάτι από το θάρρος και – σίγουρα – το ταλέντο του Γόδα. Δεν ήξερε τι σημαίνει φόβος. Οπως και ο Μιχάλης Αναματερός (δεξιά), που μπορεί να μην είχε τη φινέτσα του Γόδα, είχε όμως κάτι εξίσου πολύτιμο: αλύγιστη θέληση
Δεν υποχώρησε, δεν υπέγραψε, δεν έπεσε. Από τον Διονύση Γεωργάτο, τον ανυποχώρητο μαχητή της Ηλεκτρικής, που δεν έσωσε απλά ένα εργοστάσιο, αλλά το φως της ελπίδας ενός ολόκληρου λαού μέχρι τον Ανδρέα Μουράτη, τον θρυλικό «Μιζούρι» που δεν ήξερε τι σημαίνει φόβος. Δεν ήξερε τι σημαίνει να κάνεις πίσω.
Οταν ο κόσμος στροβιλιζόταν στον χορό της Ιστορίας, αυτοί οι άντρες έμειναν ακλόνητοι, κερδίζοντας επάξια μια θέση στο πάνθεον των ηρώων του Ολυμπιακού.
Ο Γόδας, ο Αναματερός, ο Πολίτης, ο Δαρίβας, ο Γεωργάτος, ο Μουράτης δεν είναι απλώς ονόματα σε μια λίστα παλαιμάχων – αν κοιτάξεις καλά, θα δεις ακόμη τις μορφές τους στις φλόγες των καπνογόνων στο Καραϊσκάκη, στα χέρια που σηκώνονται στον ουρανό, στα μάτια των πιτσιρικάδων που κλωτσάνε κάποιο μπαλάκι στις αλάνες του Πειραιά. Γιατί οι θρύλοι δεν πεθαίνουν ποτέ. Συνεχίζουν να αγωνίζονται, να τρέχουν σε ένα αόρατο γήπεδο, εκεί όπου δυο χρώματα δεν ξεθωριάζουν ποτέ: το κόκκινο και το λευκό.