Να ξεκινήσω από την ουσία του θέματος, που προέκυψε με την απόφαση του Χρήστου Τριαντόπουλου να αποφύγει τη λεγόμενη Προανακριτική της Βουλής και να πάει κατευθείαν στην κανονική Δικαιοσύνη. Τι μας λένε οι δημοσκοπήσεις για τη Δικαιοσύνη στην Ελλάδα; Οτι ο κόσμος δεν την εμπιστεύεται. Γιατί δεν την εμπιστεύεται; Αυτό δεν το ερευνούν οι μετρήσεις, όμως η απάντηση, που πιστεύω ότι θα κάλυπτε πολλούς, είναι ότι δεν την εμπιστεύονται, επειδή οι δικαστές επηρεάζονται από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Εφόσον λοιπόν δεν εμπιστευόμαστε τους δικαστές, επειδή μπορεί να επηρεάζονται από πολιτικούς, γιατί να εμπιστευτούμε πολιτικούς που παριστάνουν τους αμερόληπτους και αδέκαστους δικαστές; Συνεπώς, τίποτα δεν προσφέρει στην απόδοση δικαιοσύνης για την υπόθεση των Τεμπών η Προανακριτική. Ενα τελετουργικό είναι, συνήθως ανιαρό, με ξεσπάσματα χυδαιότητας, στο οποίο ο εγκαλούμενος για τους μεν είναι αθώος, ακόμη και αν παραδέχεται ο ίδιος ότι έσφαξε τη μάνα, για τους δε είναι ένοχος, ακόμη και αν ο Ιησούς βεβαιώσει την αθωότητα του εγκαλουμένου, με προσωπική επιστολή του στον κ. Βελόπουλο.
«Γενναία», όμως, όπως τη χαρακτήρισαν πολλοί κυβερνητικοί, δεν ήταν η απόφαση του κ. Τριαντόπουλου. Είναι απολύτως λογική και είναι έντιμη – αυτά δεν τα αμφισβητώ ούτε κατ’ ελάχιστον. Γενναία όμως θα ήταν μόνο υπό το πρίσμα του μαζοχισμού. Αν δηλαδή ο κ. Τριαντόπουλος ήταν μαζοχιστής και προσέβλεπε, τρέμοντας σύγκορμος από ηδονή, στο μαρτύριο της μαστίγωσης και των ταπεινώσεων στην κατ’ ευφημισμόν Προανακριτική, τότε, ναι, θα ήταν γενναίο εκ μέρους του να στερηθεί αυτή την απόλαυση. Ομως, ποιος λογικός άνθρωπος καταδέχεται να βρεθεί σε αυτή τη θέση, προκειμένου να εκτονώσουν οι ανεπρόκοποι της αντιπολίτευσης τη συνωμοσιολογία και την τοξικότητά τους; Πολύ καλά έκανε λοιπόν ο κ. Τριαντόπουλος. Ομως, εκτός από το δίκιο του κ. Τριαντόπουλου, υπάρχει και το δίκιο των λέξεων: γενναία, λοιπόν, δεν ήταν.
Πολύ σωστά θέλει ο κ. Τριαντόπουλος να παρακάμψει το περιττό σόου, γιατί δεν είναι χωρίς επιπτώσεις στην καλή λειτουργία του πολιτεύματος. Ενα σόου εξευτελιστικό για τον θεσμό που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει, ένα σόου που διαβρώνει την αξιοπιστία του κοινοβουλευτισμού, με μοναδική σκοπιμότητα να ξεδώσει η αντιπολίτευση τον καημό της με την κατσίκα του γείτονα. Ακόμη και αν ο κ. Τριαντόπουλος παραιτείτο από τη βουλευτική έδρα του, ώστε να αντιμετωπίσει τις διώξεις στα δικαστήρια ως κοινός θνητός, και πάλι θα διαμαρτύρονταν για τους ίδιους λόγους. Υποκρισία που μεταμφιέζεται σε σεβασμό του Συντάγματος. Τι να κάνουμε όμως; Τόσο μπορούν και με τέτοια μέσα…
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΔΟΥΚΕΣ…
Η σύλληψη του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε αναστάτωση στην Αθήνα, όπου ο κ. Ιμάμογλου έχει πολλούς φίλους. Ευτυχώς όμως για εκείνον, δίπλα του στέκονται (sic) ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας. Νοερά, εννοείται, αλλά στο ίδιο κελί! «Φίλε Εκρέμ, είμαστε δίπλα σου», έγραψαν (sic) στα σόσιαλ ο κ. Δούκας, και προσωπικώς δεν αμφιβάλλω ότι ο Ερντογάν δεν μπορεί να το αγνοήσει. Τουλάχιστον, λοιπόν, ελπίζω ότι θα δώσει εντολή να πηγαίνουν στον κρατούμενο διπλές μερίδες, εις αναγνώριση της νοερής παρουσίας του κ. Δούκα στο πλευρό του αιχμαλώτου. Να εξηγήσω εδώ ότι η χρήση του ρήματος πάντα στον πληθυντικό αριθμό, εφόσον αναφέρεται στον κ. Δούκα, είναι σκόπιμη και επίσης σύμφωνη με την Αβραμοπούλειο παράδοση του πληθυντικού της μεγαλοπρεπείας, την οποία αναβίωσε ο κ. Δούκας. Επομένως, μην μπερδεύεστε οι αναγνώστες, δεν είναι λάθος, είναι ο πληθυντικός που αρμόζει στον δήμαρχο.
Θα εισηγούμην λοιπόν στον κύριο δήμαρχο, μαζί με το πνεύμα του, που στέλνουν στον Εκρέμ Ιμάμογλου, να στείλουν και στον Ερντογάν μία από εκείνες τις ραγισμένες καρδούλες, που μοίραζαν στα παράνομα σταθμευμένα αυτοκίνητα τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Αυτό κι αν δεν θα μπορούσε να αγνοήσει ο Ερντογάν!..