Ο πρώην υφυπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας Χρήστος Τριαντόπουλος, τον οποίο η αντιπολίτευση ελέγχει για ό,τι αποκαλεί μπάζωμα στα Τέμπη, τις χωματουργικές εργασίες δηλαδή για να πατήσουν οι μπουλντόζες που έπρεπε να σηκώσουν τα κατεστραμμένα βαγόνια, προχθές το βράδυ επιφύλαξε μια έκπληξη στους επικριτές του. Ζήτησε να του ασκηθεί δίωξη για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, προκειμένου να επισπευσθεί η δικαστική διερεύνηση της κατηγορίας που του αποδίδεται.
Η απαίτηση του Τριαντόπουλου μπορεί να είναι ασυνήθιστη αλλά είναι εύλογη. Επιδιώκει να κριθεί το συντομότερο από την ανεξάρτητη δικαιοσύνη κι αυτό δεν αφορά μόνο τον ίδιο. Είναι κι ένα βήμα προς την επίσπευση των διαδικασιών, καθώς και οι συγγενείς των νεκρών και οι πολίτες θα ήθελαν η υπόθεση αυτή να φτάσει το συντομότερο δυνατόν στο ακροατήριο.
Η αντιπολίτευση αντέδρασε με σφοδρότητα σε αυτό το αίτημα, που αν μεταφραστεί θετικά από τη ΝΔ η οποία έχει την πλειοψηφία στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής, θα οδηγήσει κατευθείαν την υπόθεση σε Δικαστικό Συμβούλιο. Για ποιο λόγο; Μήπως δεν είναι σκοπός της Προανακριτικής, αν κριθεί ότι μπορούν να σταθούν οι κατηγορίες, να παραπεμφθεί ο Τριαντόπουλος στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, οι ανώτατοι δικαστές μάλιστα που το απαρτίζουν προκύπτουν από κλήρωση; Δεν είναι καλύτερα να διερευνήσει την υπόθεση το Συμβούλιο; Ή μήπως δεν είναι σημαντικό ότι ο αρεοπαγίτης που θα οριστεί με κλήρωση ανακριτής στο Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να διευρύνει την κατηγορία είτε προς το ελεγχόμενο πρόσωπο είτε, πιθανόν, και προς άλλα πρόσωπα που έως σήμερα δεν είναι στο κάδρο;
Οι αυτονόητες απαντήσεις δεν θα δοθούν. Αλλ’ η αντίδραση της αντιπολίτευσης στην εκούσια επίσπευση της διαδικασίας από την πλευρά του Χρήστου Τριαντόπουλου ήταν αναμενόμενη, επειδή είναι διακριτό το παιχνίδι της. Οι πρακτικές της αντιπολίτευσης υποκρύπτουν μια ιδιότυπη αντίληψη της δικαιοσύνης: τη δικαιοσύνη του δρόμου. Ο ΣΥΡΙΖΑ και τα κομματικά μορφώματα που προέρχονται απ’ αυτόν καθ’ έξιν υπηρετούν έναν νομικό λαϊκισμό που αυτός προβάλλεται ως δικαιοσύνη. Για αυτά τα κόμματα και τα λοιπά μορφώματα, δικαιοσύνη είναι ό,τι αυτά έχουν αποφασίσει ή, ακόμα καλύτερα, ό,τι έχουν καταφέρει να θεωρηθεί ως δικαιοσύνη στα συλλαλητήρια, που υπέχουν θέση λαϊκών δικαστηρίων. Είναι οι ίδιοι μηχανισμοί που κάποτε, με πρόεδρο του λαϊκού δικαστηρίου τον Κώστα Καζάκο, έριχναν φυλακή στον Κλίντον. Τότε βέβαια γελούσαμε. Σήμερα, δυστυχώς, το πραγματικό δράμα των Τεμπών υπερισχύει του γκροτέσκο και της μπαλαφάρας.
Οι ακροδεξιοί που συμμετέχουν στο ίδιο παιχνίδι ακολουθούν μαθαίνοντας – κάπως έτσι ένας φανατικός θεούσος χούλιγκαν που κατέστρεψε μια έκθεση στην Πινακοθήκη αποκαλείται πλέον ακτιβιστής. Οσο για το ΠΑΣΟΚ, μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι: το κόμμα του εκσυγχρονισμού και του Κώστα Σημίτη, μακριά από τις δημοκρατικές παραδόσεις, υιοθετεί στην κεντρική πολιτική σκηνή πεθαμένες πρακτικές φοιτητικών αμφιθεάτρων. Το αποτέλεσμα; Συρρίκνωση. Εκχώρηση των απελπισμένων εκσυγχρονιστών οπαδών του στη ΝΔ. Εκχώρηση των αριστεριζόντων στη Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Τι ακριβώς επιδιώκει όλη η αντιπολίτευση αναζωπυρώνοντας εντέχνως την ένταση μετά την επιθυμία του Τριαντόπουλου να παραπεμφθεί; Τα γνωστά. Την κωλυσιεργία και την τροφοδοσία του λαϊκού αισθήματος με οργή και μίσος. Τη μονοκαλλιέργεια της εξέγερσης, τον τυφλό και παθιασμένο αντιμητσοτακισμό. Επιδιώκει το σόου, την παράταση του κλίματος που οδήγησαν στα μεγάλα συλλαλητήρια για τα Τέμπη. Σε ένα βαθμό, τα ριζοσπαστικά σχήματα που εκμεταλλεύτηκαν έξυπνα τα γεγονότα, από τότε έως σήμερα, ήδη διακρίνονται δημοσκοπικά, σε βάρος των υπολειμμάτων του ριζοσπαστισμού της παλαιότερης δεκαετίας. Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, που φθίνουν, ας πρόσεχαν.
Αντιγράφοντας τον Πούτιν
Στην αρχή, το Πανεπιστήμιο αφαίρεσε το πτυχίο του εκλεγμένου δημάρχου της Κωνσταντινούπολης. Και στη συνέχεια, οι Αρχές της Τουρκίας συνέλαβαν τον δήμαρχο Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος αφού έχει νικήσει δυο φορές το κόμμα του Ερντογάν για τον δημαρχιακό θώκο, είχε αρχίσει εδώ και μία εβδομάδα προεκλογική εκστρατεία, ως υποψήφιος για τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.
Η επιλογή του Ερντογάν να επιτεθεί εναντίον ενός ισχυρού αντιπάλου του, τον οποίο φυλακίζει, προφανώς και είναι (όπως σημειώνει η Ντόρα Μπακογιάννη) κατάφωρη παραβίαση των δημοκρατικών αρχών που υπονομεύει το κράτος δικαίου. Είναι όμως και κάτι άλλο, πολύ πιο σοβαρό: επισφραγίζει την επιλογή του Ερντογάν να μετατρέψει τη χώρα σε ένα καθεστώς που θα μοιάζει με το πουτινικό – κι αν συμβεί αυτό, αντιγράφοντας τον Πούτιν, πρώτη του κίνηση θα είναι να βρει έναν τρόπο, καταστρατηγώντας το Σύνταγμα, να μην παραιτηθεί με το τέλος της δεύτερης θητείας του αλλά να την παρατείνει.
Δυστυχώς και για τον Ιμάμογλου και για τους δημοκρατικούς πολίτες της χώρας, το αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν έχει τους τρόπους του να καταστείλει οποιοδήποτε κύμα διαμαρτυρίας. Επιπλέον, υπολογίζει σε ελάσσονες αντιδράσεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση, που ούτως ή άλλως αισθάνεται πιεσμένη, χωρίς στρατιωτική ισχύ και δυνατότητες επιρροής. Ενας νέος εφιάλτης αρχίζει.