Ο Ρίτσαρντ Μπλερ, το μοναχοπαίδι του γίγαντα της λογοτεχνίας Τζορτζ Οργουελ είναι σήμερα 80 ετών. Ακριβώς όσο και το αλληγορικό μυθιστόρημα «Η φάρμα των ζώων» που ο Οργουελ έγραψε περιγράφοντας τον σταλινικό ολοκληρωτισμό. Οταν πέθανε η μητέρα του Ελινορ, ο Μπλερ ήταν ένα υιοθετημένο μωρό δέκα μηνών και ο περίγυρος περίμενε ότι ο Οργουελ θα ακύρωνε την υιοθεσία. Ομως απρόβλεπτος ως συνήθως ανέλαβε τη γονεϊκή ευθύνη του. «Αυτό που ήθελε περισσότερο στη ζωή του ήταν να κάνει παιδιά» λέει ο Ρίτσαρντ Μπλερ για τον θετό του πατέρα, στη συνέντευξή του στην «Guardian», μιλώντας για τα χρόνια που πέρασε με τον πατέρα του στην ύπαιθρο της Σκωτίας και τον πρόωρο θάνατό του όταν εκείνος ήταν πέντε ετών. Αναφέρεται στη συγγραφική ιδιοφυΐα του, στην αντάξια μορφωμένη μητέρα που δεν πρόλαβε να γνωρίσει και επιχειρεί να εξετάσει με σύγχρονο βλέμμα τη φήμη του Ερικ Αρθουρ Μπλερ – με ψευδώνυμο Τζορτζ Οργουελ – ως γυναικά.

Κατά τον Σάιμον Χάτενστοουν, ο οποίος έκανε τη συνέντευξη με τον κληρονόμο του συγγραφέα, ανάμεσα σε πατέρα και γιο υπάρχουν αντιδιαμετρικές διαφορές: ο Οργουελ ήταν ένας πουριτανός ριζοσπάστης, ο Μπλερ είναι ένας «αριστερός συντηρητικός» που λέει ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ψηφίσει τους Εργατικούς επειδή δεν αντέχει στη σκέψη ότι θα τραγουδούσε την «Κόκκινη Σημαία». Ο Oργουελ απεχθανόταν τα προνόμια στα οποία γεννήθηκε και πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του ζώντας σε αθλιότητα – ο Μπλερ ζει μια άνετη ζωή σε ένα όμορφο, μεσοαστικό χωριό κοντά στο Γουόργουικσιρ. Ο Οργουελ ήταν αστυνομικός στη Βιρμανία, τη σημερινή Μιανμάρ, συναγωνιστής των επαναστατών στην Ισπανία, έζησε στους δρόμους του Λονδίνου, σύχναζε σε οίκους ανοχής στο Παρίσι και αποσύρθηκε στο απομακρυσμένο νησί Γιούρα προς το τέλος της ζωής του για να γράψει το «1984». Στο μεταξύ ο Μπλερ ξεκίνησε ως αγρότης, έγινε εκπαιδευτής πωλητών τρακτέρ και σήμερα είναι ιδιοκτήτης εξοχικών κατοικιών στη δυτική ακτή της Σκωτίας.

Γεμάτος αντιφάσεις

Ο Οργουελ, ο οποίος πέθανε από φυματίωση στα 46 του χρόνια το 1950, ήταν ένα καζάνι αντιφάσεων, ένας ανυπότακτος επαναστάτης που ανησυχούσε τόσο πολύ για το αν θα έφερνε σε δύσκολη θέση τους γονείς του όταν έγραφε για τους άστεγους, ώστε υιοθέτησε ψευδώνυμο. Κι όμως αυτός ο άνθρωπος διαμόρφωσε τον γιο του που παραδέχεται ότι «ο πατέρας μου ήταν αφοσιωμένος σε εμένα». Οπως και ο ίδιος είναι αφοσιωμένος στον πατέρα του διατηρώντας ζωντανό το πνεύμα του.

Για πολλά χρόνια ο Μπλερ δεν επωφελήθηκε από τα πνευματικά δικαιώματα του Οργουελ και ζούσε σεμνά. Χρειάστηκαν περίπου εννέα χρόνια για να τακτοποιηθεί η περιουσία και ο Μπλερ ήταν ο μοναδικός κληρονόμος. Λέει ότι τα χρήματα άρχισαν να εισρέουν καθώς πλησίαζε το έτος 1984, καθώς εκδότες, τηλεοπτικές εταιρείες και κινηματογραφιστές αναφέρονταν στο μυθιστόρημα του Οργουελ. Με αυτά τα δικαιώματα ο Μπλερ μπόρεσε να αγοράσει το σπίτι στο οποίο ζει από το 1984.

Από τότε που βγήκε στη σύνταξη ο Μπλερ έχει αφιερωθεί στη μνήμη του πατέρα του. Πηγαίνει στο εξωτερικό για να δώσει ομιλίες για τον Οργουελ και οργανώνει εκδρομές στην Καταλωνία, δείχνοντας στους ανθρώπους τα μέρη όπου ο πατέρας του πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Με την πάροδο του χρόνου, έχει γίνει όλο και πιο ειδικός για τον πατέρα του. Συχνά, λέει, δεν είναι σίγουρος αν οι γνώσεις του βασίζονται σε εμπειρίες από πρώτο χέρι, σε όσα του έχουν πει οι άνθρωποι, σε όσα έχει διαβάσει ή σε ένα μείγμα και των τριών.

Ανοιχτός στην κριτική

Στην πραγματικότητα ο Οργουελ ήταν προϊόν της εποχής του, λέει ο Μπλερ. «Δεν είμαι απολύτως βέβαιος ότι αντιπαθούσε τους Εβραίους περισσότερο από ό,τι αντιπαθούσε οποιονδήποτε άλλον. Hταν λίγο εναντίον των Σκωτσέζων για ένα διάστημα. Αλλά, προς το τέλος, ήταν στην πραγματικότητα αρκετά υπέρ τους. Αν ζούσε άλλα 20 χρόνια, νομίζω ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχε αναθεωρήσει τις απόψεις του για πολλά από αυτά που είχε γράψει, επειδή ήταν ανοιχτός στην κριτική και αν έκανε λάθος θα το έλεγε. Αρκεί να ανατρέξετε στη μικρή του λίστα, τη μαύρη βίβλο των συνοδοιπόρων του, που του ζήτησε να κάνει η φίλη του Σίλια Κίρβαν από την υπηρεσία πληροφοριών του υπουργείου Εξωτερικών και έδωσε τα ονόματα 112 κομμουνιστών. Αργότερα είπε: “Ξέρετε, για κάποιους από τους ανθρώπους που άσκησα κριτική μπορεί να έκανα λάθος”. Θα ήθελα να πιστεύω», προσθέτει ο Μπλερ, «ότι η στάση του σήμερα απέναντι στις γυναίκες θα είχε αλλάξει, γιατί ήταν λίγο άκαμπτη».