Οταν ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ξεκίνησε την πλήρους κλίμακας εισβολή του στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, ήξερε ότι ανέτρεπε την τάξη ασφαλείας της Ευρώπης. Αλλά αυτό ήταν περισσότερο μια κίνηση τακτικής παρά μια υπολογισμένη στρατηγική και δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα ακολουθούσε. Αν και η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη, μπορεί ακόμα να εμποδίσει τον Πούτιν να αποχωρήσει νικητής.

Προς το παρόν, ο Πούτιν φαίνεται να κρατά όλα τα χαρτιά. Η απομονωτική αμερικανική κυβέρνηση επικρίνει τους ευρωπαίους συμμάχους της και αμφισβητεί τις δεσμεύσεις της στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ακόμη χειρότερα, ο Τραμπ φαίνεται να ευθυγραμμίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες με τη Ρωσία στον πόλεμο της Ουκρανίας. Ενώ έχει απειλήσει να επιβάλει νέες κυρώσεις και δασμούς στη Ρωσία έως ότου επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός και ειρηνευτική συμφωνία, κατηγόρησε τον ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι για τις συγκρούσεις και ανέστειλε τη στρατιωτική βοήθεια και την υποστήριξη μέσω παροχής πληροφοριών προς την Ουκρανία (τώρα προφανώς πρόκειται να ξαναρχίσει).

Ωστόσο η Ευρώπη έχει ακόμα μια ευκαιρία να αλλάξει τα πράγματα. Ηδη εγκαταλείπει τη μεταψυχροπολεμική νοοτροπία του «τέλους της Ιστορίας», σύμφωνα με την οποία το διεθνές δίκαιο κυριαρχούσε, οι ευρωπαϊκοί στρατοί ήταν για τη διατήρηση της ειρήνης, όχι για τη διεξαγωγή πολέμων, και οι ΗΠΑ ήταν μια χώρα στην οποία μπορούσε να βασιστεί για τη διατήρηση της ασφάλειάς της.

Τώρα η Ευρωπαϊκή Ενωση φαίνεται να συμβιβάζεται με τη νέα της κατάσταση ασφαλείας, αφού μόλις ανακοίνωσε ένα σχέδιο επανεξοπλισμού 840 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ακόμη και η Γερμανία, για την οποία η επιστροφή της Ιστορίας είναι ιδιαιτέρως επαχθής, ετοιμάζεται να επανεξοπλιστεί. Ο επερχόμενος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς και οι πιθανοί εταίροι του στον συνασπισμό συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα ταμείο υποδομών 500 δισεκατομμυρίων ευρώ (544 δισεκατομμύρια δολαρίων) και να χαλαρώσουν τους δημοσιονομικούς κανόνες για να επιτρέψουν μεγαλύτερες επενδύσεις στην άμυνα.

Η σημασία αυτής της κίνησης δεν πρέπει να υποτιμάται. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία ήταν υπέρ της ήπιας ισχύος που χρησιμεύει ως κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και προστατευτικό τείχος για την παγκόσμια τάξη που βασίζεται σε κανόνες. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1960, αυτό περιελάμβανε την επιδίωξη μιας «εποικοδομητικής δέσμευσης» – τη γνωστή προσέγγιση Ostpolitik στην εξωτερική της πολιτική – με τη Σοβιετική Ενωση και στη συνέχεια τη Ρωσία.

Η πλήρους κλίμακας εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία κατέφερε πλήγμα στην καρδιά της Ostpolitik. Μέσα σε λίγες μέρες ο διάδοχος της Μέρκελ, Ολαφ Σολτς, ανακοίνωσε μια «χαρακτηριστική αλλαγή» (Zeitenwende) στην αμυντική και εξωτερική πολιτική της Γερμανίας. Αλλά είναι ο Μερτς που θα επιβλέπει μια αλλαγή η οποία απαιτεί από τη χώρα να αντιμετωπίσει τα πιο τρομακτικά, καταστροφικά φαντάσματα της ιστορίας της.

Η λιτότητα της Γερμανίας υπήρξε πηγή σημαντικής έντασης στην ΕΕ, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της ευρωζώνης στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Αλλά οι Γερμανοί θυμήθηκαν πολύ καλά πώς ο υπερπληθωρισμός είχε ανοίξει τον δρόμο για την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ και το 2009 η πρώτη κυβέρνηση της Μέρκελ εισήγαγε έναν συνταγματικό περιορισμό στα διαρθρωτικά δημοσιονομικά ελλείμματα στο 0,35% του ΑΕΠ ετησίως, γνωστό και ως «φρένο χρέους» (Schulden). Σε αυτό το πλαίσιο, η προγραμματισμένη αναθεώρηση των κανόνων δανεισμού από τον Μερτς αντιπροσωπεύει μια ριζική αλλαγή στις προτεραιότητες της Γερμανίας.

Οποιαδήποτε προσπάθεια να διατηρηθεί η Ευρώπη ασφαλής ξεκινά από την Ουκρανία. Ο Τραμπ θέλει να έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Τι ωφελεί όμως ένας διαμεσολαβητής ειρήνης που δεν προσφέρει εγγυήσεις;

Για να αποφευχθεί η επανάληψη της Συμφωνίας του Μονάχου του 1938, η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει γρήγορα για να βελτιώσει τη θέση της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης και, ως εκ τούτου, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Μόνο εάν η Γερμανία – και η Ευρώπη στο σύνολό της – αφήσει στην άκρη τις ηθικές και πολιτικές αναστολές της, μπορεί να συνεχίσει να επιτελεί τον σημαντικότερο ρόλο της: ως παγκόσμια δύναμη για την ειρήνη και υπερασπιστής των δημοκρατικών αρχών.

Ο Σλόμο Μπεν-Αμι, πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, είναι αντιπρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Ειρήνης του Τολέδο και συγγραφέας του βιβλίου «Prophets without Honor: The 2000 Camp David Summit and the End of the Two-State Solution» (Oxford University Press, 2022)