Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Αδόλφος Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, σε μια στιγμή που η Γερμανία βρισκόταν σε πολιτική και οικονομική αναστάτωση. Είχε καταφέρει να αποδυναμώσει το δημοκρατικό καθεστώς και να εκμεταλλευτεί την απογοήτευση του κόσμου λόγω της οικονομικής κρίσης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αποτυχημένο Πραξικόπημα και Ημιτελή Στρατηγική

Πριν από το διορισμό του, ο Χίτλερ είχε προσπαθήσει να καταλάβει την κυβέρνηση με το πραξικόπημα Beer Hall Putsch το 1923, αποτυγχάνοντας και καταλήγοντας στη φυλακή για εννέα μήνες.

Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του, έγραψε το Mein Kampf, όπου καθόρισε τις πολιτικές του θέσεις και στρατηγικές.

Οικονομική Κρίση και Υποστήριξη

Η Μεγάλη Ύφεση του 1929 οδήγησε σε τεράστια ανεργία και φτώχεια στη Γερμανία.

Οι Ναζί εκμεταλλεύτηκαν αυτή την κατάσταση για να προσελκύσουν υποστήριξη, κερδίζοντας 37% στις εκλογές του Ιουλίου 1932 και 33% στις εκλογές του Νοεμβρίου 1932.

Παρά τη φαινομενική αποδυνάμωση, ο Χίτλερ ζήτησε να γίνει καγκελάριος, εκμεταλλευόμενος την πολιτική του δύναμη. Και τα κατάφερε.

Στρατηγική Εδραίωσης της Εξουσίας

Μόλις ανέλαβε την καγκελαρία, ο Χίτλερ τοποθέτησε τους πιστούς του σε στρατηγικές θέσεις.

Δημιουργήθηκε μάλιστα μια θέση στο υπουργικό συμβούλιο που ονομαζόταν Υπουργείο Προπαγάνδας και Δημόσιας Διαφώτισης, όπου ο Χίτλερ διόρισε τον Γιόζεφ Γκέμπελς.

Στη συνέχεια αρχισε να περιορίζει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, με στόχο την επικύρωση του «Εξουσιοδοτικού Νόμου», που του επέτρεπε να κυβερνά χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου.

Ο ιστορικός και συγγραφέας Tίμοθι Γ. Ράιμπακ σημείωσε ότι ο Χίτλερ ήθελε να αναζωογονήσει την οικονομία και να καταπνίξει τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Η Πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ και Επικύρωση της Καταστολής

Η πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου 1933, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, έδωσε στον Χίτλερ την αφορμή για να κατηγορήσει τους κομμουνιστές και να λάβει αυστηρά μέτρα καταστολής.

Με το Διάταγμα Προστασίας του Λαού και του Κράτους, κατάργησε τις πολιτικές ελευθερίες, ενισχύοντας την εξουσία του.

Παρά την αυστηρή καταστολή, οι εκλογές του Μαρτίου 1933 διεξήχθησαν και οι Ναζί κέρδισαν το 44%, επιτρέποντας τους να σχηματίσουν συνασπισμό και να παρουσιάσουν τον «Εξουσιοδοτικό Νόμο».

Ο νόμος αυτός επέτρεπε στον Χίτλερ να νομοθετεί χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου ή του Προέδρου.

Η Θρίαμβος και Κατάλυση της Δημοκρατίας

Με την υποστήριξη των συμμάχων του, ο Χίτλερ πέρασε τον «Εξουσιοδοτικό Νόμο», και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κατέρρευσε.

Οι πολιτικοί του αντίπαλοι ήταν είτε υπό κράτηση είτε εξουδετερωμένοι. Μετά το θάνατο του προέδρου Χίντενμπουργκ το 1934, ο Χίτλερ ενοποίησε τις θέσεις του καγκελάριου και του προέδρου, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του Φύρερ.

Έτσι, μέσα σε 53 ημέρες, ο Χίτλερ κατέλυσε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και εδραίωσε τη ναζιστική εξουσία.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται;

Σίγουρα ποτέ η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται καρμπόν και οι καιροί και οι συνθήκες έχουν αλλάξει τα τελευταία 100 χρόνια.

Αλλά οι σκιώδεις παραλληλισμοί είναι διακριτοί:

Το αποτυχημένο πραξικόπημα του Χίτλερ το 1923 και η εξέγερση στο Καπιτώλιο το 2021 υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ προκαλούν μία ζοφερή σύγκριση ανάμεσα δύο καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από προσπάθειες ανατροπής της νόμιμης κυβέρνησης.

Παράλληλα, η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 στη Γερμανία θυμίζει τη σύγχρονη αμερικανική οικονομική αβεβαιότητα του 2024, με τα κοινωνικά και πολιτικά ερείπια να προσφέρουν έδαφος σε ακραίες δυνάμεις να εκμεταλλευτούν τη δυσφορία των πολιτών.

Και ενώ στην περίπτωση του Τραμπ, ο ναζιστικό χαιρετισμός ήρθε από «το δεξί του χέρι», τον Έλον Μασκ, αξίζει να σημειωθεί πως ο ίδιο ο δισεκατομμυριούχος έχει στη διάθεση του ένα σημαντικό εργαλείο γκεμπελικής προπαγάνδας, το X.

Γροιλανδία: «Θα την πάρουμε», λέει ο Τραμπ σε ομιλία του στο Κογκρέσο

«Την χρειαζόμαστε πραγματικά για τη διεθνή παγκόσμια ασφάλεια. Και νομίζω ότι θα την αποκτήσουμε. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα το πετύχουμε», είπε σε αυτή την πρώτη πολιτική ομιλία του από τότε που επέστρεψε στην εξουσία στις 20 Ιανουαρίου.

Για τον Χέιζ, αυτή η επιθυμία για την κατάληψη του αυτόνομου δανέζικου εδάφους μπορεί να συγκριθεί με τον Lebensraum, ή αλλιώς τον «ζωτικό χώρο», μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της ναζιστικής ιδεολογίας.

«Το κίνητρο πίσω από τη δίψα για τη Γροιλανδία και τη δίψα για την Ουκρανία και τον Καύκασο (στην περίπτωση του Χίτλερ) είναι το ίδιο: η απόκτηση βασικών πόρων. Για τον Τραμπ είναι τα ορυκτά, για τον Χίτλερ ήταν τα σιτηρά και το πετρέλαιο.

Ο έλεγχος αυτών των πραγμάτων εμφανίζεται και στους δύο άνδρες ως ζωτικής σημασίας για τη νίκη στον αγώνα της παγκόσμιας πολιτικής «dog-eat-dog»», λέει ο Χέιζ.

Ο εσωτερικός εχθρός

Για τους ιστορικούς, είναι πάντα δύσκολο να δημιουργήσουν παραλληλισμούς μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος. Αλλά σύμφωνα με τον Πίτερ Χέιζ, ομότιμο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Northwestern του Ιλινόις και συγγραφέα πολυάριθμων μελετών για το ναζιστικό κόμμα, ορισμένες συγκρίσεις αποδεικνύονται έτσι “υπερβολικές”, αλλά και “όλο και πιο επίκαιρες”.

«Υπερβολικές επειδή ο Τραμπ δεν έχει στοχοποιήσει μια ξεχωριστή ομάδα ως τη ρίζα όλου του κακού στον κόσμο» για να επιλεγεί «δυνητικά για δολοφονία», λέει ο Χέιζ , σε μια αναφορά στην εξόντωση των Εβραίων από το Τρίτο Ράιχ .

Όμως ο Τραμπ έχει πολλαπλασιάσει τις επιθέσεις «στους ‘εσωτερικούς εχθρούς’ που πρέπει να απομακρυνθούν από το πολιτικό σώμα και δείχνει, όπως ο Χίτλερ, απόλυτη βεβαιότητα για τη δική του ιδιοφυΐα σε συνδυασμό με αδίστακτη αποφασιστικότητα να απομακρύνει κάθε εμπόδιο για την επίτευξη των στόχων του».

«Και, τον τελευταίο καιρό, συνδυάζει τον ακραίο εθνικισμό με μια όρεξη για επέκταση που δεν είχε δείξει στο παρελθόν».

Στην κατάλυση της δημοκρατίας οι «εσωτερικοί εχθροί» παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο.

Βέβαια για τον Χίτλερ αυτοί ήταν οι κομμουνιστές και οι Εβραίοι, ενώ για τον Τραμπ είναι οι υποστηρικτές του «woke» κινήματος, οι παράνομοι μετανάστες και οι φιλοπαλαιστίνιοι διαδηλωτές.

Και ας μην ξεχνάμε πω μακροβιότερος προσωπάρχης του Ντόναλντ Τραμπ προειδοποίησε πριν τις εκλογές πως ο πλέον πλανητάρχης πληροί τον ορισμό του φασίστα και ότι και πως ενώ ήταν στην εξουσία, υποστήριξε ότι ο Χίτλερ «έκανε κάποια καλά πράγματα».