Είναι ο συνθέτης της πρώτης σωζόμενης όπερας που φέρει ελληνική υπογραφή. Εγραψε το πρώτο γνωστό έργο σε ελληνική γλώσσα για φωνή και ορχήστρα, την πρώτη ελληνική συμφωνία (που δεν έχει φτάσει ως τις μέρες μας) και τα πρώτα εγχειρίδια μουσικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα και μεταξύ πολλών άλλων θεωρείται ο θεμελιωτής της λεγόμενης Επτανησιακής Σχολής. Το όνομά του το γνωρίζουμε όλοι, αν κι αυτό όχι πλήρες. Και από το πλέον γνωστό του έργο – το οποίο αν εκτελεστεί στο σύνολό του (στη δεύτερη μελοποίησή του) έχει διάρκεια περί τη μιάμιση ώρα – ωστόσο παραμένει ένας άγνωστος. Ο λόγος για τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο, τον κερκυραίο συνθέτη που μελοποίησε τον «Υμνον εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού.
Μια έκθεση γεμάτη χειρόγραφες παρτιτούρες και κειμήλια, φωτογραφίες και ψηφιακές αναπαραγωγές έντυπου υλικού – η πρώτη που έχει γίνει ποτέ ως τώρα εκτός Κέρκυρας – υπό τον τίτλο «Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος… και βλέποντας απέναντι» επιχειρεί να ρίξει φως στην προσωπικότητα και το έργο του Νικόλαου Μάντζαρου στην Ανατολική Πτέρυγα της Ακαδημίας Αθηνών με αφορμή τον εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου σε συνδυασμό με τη συμπλήρωση 230 ετών από τη γέννηση του συνθέτη.
«Στόχος αυτής της έκθεσης είναι οι επισκέπτες να συνειδητοποιήσουν πως ο Νικόλαος Μάντζαρος δεν υπήρξε ο συνθέτης μόνο του εθνικού ύμνου και της “Ξανθούλας” του Διονύσιου Σολωμού, αλλά μέσα από πρωτότυπο υλικό να γνωρίσουν το περιβάλλον στο οποίο ανδρώθηκε μουσικά. Το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο μεγάλωσε, τις καταβολές και τις επιρροές του, αλλά και το αποτύπωμα που άφησε στο μουσικό στερέωμα», λέει στα «ΝΕΑ» η ιστορικός τέχνης Λουίζα Καραπιδάκη, η οποία και έχει την ευθύνη της επιμέλειας της έκθεσης.
Η έκθεση
Οση ώρα συζητάμε με την επιμελήτρια, από χάρτινα κουτιά βγαίνουν παρτιτούρες με τις νότες σκαρφαλωμένες με μελάνι πάνω στο πεντάγραμμο από το χέρι του Μάντζαρου. Εκδόσεις του «Υμνου εις την Ελευθερίαν» στιγματισμένες από τα σημάδια του χρόνου. Χαλκογραφίες που αποτυπώνουν τη μορφή του συνθέτη, ως ενός αστού της επτανησιακής κοινωνίας με επώνυμο που είναι καταγεγραμμένο στο Libro d’ Oro ήδη από τον 15ο αι., φωτογραφίες σύγχρονες από το σπίτι όπου έζησε στην οδό Αγίας Βαρβάρας στην Κέρκυρα, αλλά και την προτομή που κοσμεί τον τάφο του. Απλώνονται σε άδεια γραφεία του ισογείου της Ακαδημίας για να ταξινομηθούν, καθώς είναι μερικά μόνο από τα περισσότερα από 130 εκθέματα τα οποία προέρχονται από το Αρχείο του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών (ΚΕΙΝΕ), τη Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών, το Ιστορικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, τη Συλλογή Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας («Παλαιά») που θα βρουν τη θέση τους στις εννέα προθήκες της Ανατολικής Πτέρυγας για την έκθεση που διοργανώνεται από την Ακαδημία σε συνεργασία με την Ιονική Ακαδημία 1808, πάνω σε μια ιδέα του γενικού γραμματέα του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος Χρήστου Ζερεφού. Την επιστημονική ευθύνη της έκθεσης έχει ο καθηγητής Ιστορίας της Νεολληνικής Μουσικής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Κώστας Καρδάμης και συμβουλευτικό ρόλο η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κέρκυρας Τένια Ρηγάκου.
Στην Κέρκυρα, που βρίσκεται εν μέσω μιας «καταιγίδας», με τους Βενετούς, τους Γάλλους και τους Βρετανούς να διαδέχονται ο ένας τον άλλον στη διοίκηση του νησιού μέχρι την ένωσή του με την Ελλάδα το 1864, ο Νικόλαος Μάντζαρος γεννήθηκε το 1795 ως Χαλικιόπουλος, με το Μάντζαρος να είναι, σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, προσωνύμιο που ακολουθούσε το επώνυμο της οικογένειας. Φέρεται να προερχόταν από την ιταλική λέξη manzo (βόδι) επειδή οι πρόγονοί του ήταν και πολυφαγάδες, αλλά και σπάταλοι με την περιουσία τους.
Ο μοναχογιός της οικογένειας του επίσης σπάταλου μεγαλοκτηματία Ιάκωβου Χαλικιόπουλου από νωρίς έδειξε την κλίση του για τη μουσική και παρά την προσπάθεια του πατέρα του να τον παντρέψει σε ηλικία 18 ετών για να τον αποσπάσει από τη μουσική, εκείνος δύο χρόνια αργότερα ανέβασε το πρώτο του έργο – μια άρια για φωνή και ορχήστρα – στο θέατρο Σεν Τζάκομο, την κλειστή θεατρική σκηνή του νησιού, στην οποία εξελίχθηκε η πρώην λέσχη ευγενών. Και συνέχισε να γράφει: την όπερα «Don Crepuscolo» (1815), τα πρώτα γνωστά ελληνικά έργα για κουαρτέτο εγχόρδων (π. 1850), το πρώτο ελληνικό έργο σε μορφή φούγκας μεταξύ πολλών άλλων.
Πλάι στις παρτιτούρες και τις εκδόσεις ξύλινα πνευστά αλλά και έργα ξένων συνθετών που ήταν δημοφιλή την εποχή εκείνη επιτρέπουν στον επισκέπτη να σχηματίσει μια ιδέα του μουσικού περιβάλλοντος στο οποίο διαμορφώθηκε ο συνθέτης έως ότου καταλήξει στο δικό του ιδιαίτερο ύφος. Σε επόμενη ενότητα «ακολουθούμε» τον Μάντζαρο στη Νάπολι, σημαντικό κέντρο για νέους δημιουργούς, όπου για δύο χρόνια έζησε δίπλα στον σπουδαίο συνθέτη και δάσκαλο των Ροσίνι και Μπελίνι, Νικολό Τσινγκαρέλι.
Το κεφάλαιο Σολωμός
Δεν θα μπορούσε βεβαίως να λείπει από το εκθεσιακό αυτό αφιέρωμα και το κεφάλαιο Διονύσιος Σολωμός. Οι δύο άνδρες γνωρίστηκαν το 1828, πέντε χρόνια μετά τη συγγραφή του «Υμνου» από τον Σολωμό, εποχή που ο συνθέτης εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά το ενδιαφέρον του στη μελοποίηση ελληνικής ποίησης, και τότε δοκιμάζει να ντύσει με μουσική τη «Φαρμακωμένη» του μετέπειτα εθνικού ποιητή, πριν ακόμη την πρώτη απόπειρα μελοποίησης του «Υμνου». Το αποτέλεσμα με «την απλή αλλά ευρηματική μελωδική γραμμή, φυσική αλλά και πρωτότυπη αρμονική εξέλιξη» καθιστά τον Μάντζαρο «το πρώτο – και ενδεχομένως αξεπέραστο – πρότυπο του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού», σύμφωνα με τον θεμελιωτή του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου Χάρη Ξανθουδάκη.
Ο Μάντζαρος μάλιστα δεν μελοποίησε μία φορά τον «Υμνο». Το πρώτο μέρος της πρώτης μελοποίησης, ωστόσο, που πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1829-30 καθιερώθηκε από το 1865 ως ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας, με αποτέλεσμα η δεύτερη που συντέθηκε το 1842-43 και αφιερώθηκε στον Οθωνα το 1844 να περάσει στην αφάνεια, ενώ συνέθεσε ακόμη δύο εκδοχές.
Η έκθεση, που αναφέρεται στην ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας το 1840, στο πλούσιο εκπαιδευτικό του έργο, αλλά και στη μεταθανάτια πρόσληψη του έργου του, κλείνει με ένα χρονικό άλμα στο σήμερα, όπου το κοινό θα μπορεί «εξ αποστάσεως» να επισκεφθεί το σπίτι του Μάντζαρου και τον τάφο του μέσα από φωτογραφικό υλικό.