Η Δανάη Σιώζιου αποτελεί μία από τις ευδιάκριτες φωνές της νεότερης ποιητικής γραφής στη χώρα μας. Η γραφή της ελεγειακή, τρυφερή, ρεαλιστική στον βαθμό που εξυφαίνει συναισθηματικά τοπία, αιθέρια στον τροπισμό των στίχων, φυγόκεντρη όπως περίπου και η πορεία της χώρας τα τελευταία χρόνια. Γεννημένη στην Καρλσρούη της Γερμανίας και μεγαλωμένη στην Καρδίτσα, άρχισε να γράφει από μικρή ηλικία. Η τρίτη της ποιητική συλλογή έχει τίτλο «Επιστολές» (Αντίποδες). Μια έκδοση που περιλαμβάνει και σχέδια του εικαστικού Στέφανου Ρόκου. Η ποιητική της Σιώζιου περνά από μια «αλληλογραφία» ζώων, αισθήσεων, χρηστικών αντικειμένων, στοιχείων της φύσης με τον αινιγματικό «κύριο Κ.» – έναν σχεδόν ανώνυμο κάτοικο αυτού του κόσμου. Υπάρξεις που εξομολογούνται τα μικρά θαύματα των ψυχικών μεταμορφώσεων που μας προσφέρει η ζωή, των απουσιών που διαμορφώνουν την ύπαρξή μας. Στο τέλος, καμιά γλώσσα δεν θα μας περιγράφει…

Τι σημαίνει για εσάς «γράφω ποίηση»;

Αισθάνομαι όλο και λιγότερο την ανάγκη να ελέγχω το υλικό μου, ενώ αντιθέτως ολοένα και περισσότερο αφήνομαι στον στίχο, διευρύνοντας μαζί του τις δυνατότητες και τα όριά μου. Λένε πως ξέρεις κάτι αληθινά όταν το κάνει το σώμα σου από μόνο του. Κάπως έτσι θα το περιέγραφα. Δεν διαχωρίζω την καθημερινή ζωή από την ποίηση, καθετί στο οποίο αφιερωνόμαστε άλλωστε έχει και καθήκοντα. Συνηθίζω να λέω πως έχω εργαστήρι, όπως π.χ. οι ζωγράφοι, και όχι γραφείο. Δεν κάθομαι να γράψω. Στο εργαστήρι μου δουλεύω, δουλεύω καθημερινά.

Ποια ερεθίσματα είχατε για να ξεκινήσετε την ποιητική γραφή και πώς σας βλέπετε τώρα; Τι έχει αλλάξει μέσα σας;

Δεν θυμάμαι κανένα ερέθισμα που να με «έσπρωξε» στην ποίηση. Με μεγάλωσαν πολλά και διαφορετικά τοπία, καθένα με τη δική του γλώσσα. Με μεγάλωσαν άνθρωποι που μέσα τους κουβαλούσαν τοπία και έλεγαν ιστορίες. Οταν είδα για πρώτη φορά ποιήματα, δεν τα διάβασα ούτε τα άκουσα ακριβώς, πιο πολύ βρέθηκα μέσα τους, όπως «βρίσκεται» κανείς μέσα σε ένα νέο τοπίο. Χάθηκα για πάντα μέσα σε αυτό το τοπίο. Ως παιδί ήμουν γεμάτη περιέργεια, περιπετειώδης κι ευαίσθητη. Θυμάμαι την πρώτη ντομάτα που δοκίμασα, την έκοψα από μια ντοματιά στον κήπο της γιαγιάς μου, οι ντοματιές ήταν ψηλότερες από εμένα και τόσο πολλές, που περπατούσα ανάμεσά τους, και η ντομάτα που δοκίμασα ήταν πολύ γλυκιά, ζουμερή και σάρκινη. Η γεύση και αυτή η εμπειρία μού προσέφεραν μια νέα κατανόηση του κόσμου και της ζωής. Κατά μία έννοια, αυτό ήταν επίσης ποίηση. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε, ωστόσο με εκφράζει ένας από τους στίχους μου στις «Επιστολές»: «Οφείλει κανείς να έχει πίστη και ταυτόχρονα να προχωρά».

Πείτε μας για την τελευταία σας συλλογή, πώς καταλήξατε σε αυτή την «αλληλογραφία»;

Στη δυτική φιλοσοφία είναι κυρίαρχη, για να το πω πρόχειρα, η «ανδρική» σκέψη. Το θηλυκό ταυτίζεται συχνά με το παράδοξο, το ανοίκειο. Επιπλέον η φύση, δηλαδή το φυσικό περιβάλλον, δεν έχει κεντρικό ρόλο. Πολλές ιδέες, όπως η ελευθερία, η έννοια του χρόνου και του τόπου, εργαλειοποιούνται ή αντιμετωπίζονται με έναν επιφανειακό, απλουστευτικό τρόπο. Ξεκίνησα να δουλεύω τις «Επιστολές» πριν από αρκετά χρόνια. Με ενδιέφεραν όλα αυτά και ταυτόχρονα ήθελα να φτιάξω κάτι αυτόνομο. Η αρχική μου ιδέα ήταν να αντικαταστήσω τους ανθρώπους σε ένα ποίημα που είχα γράψει. Δεν είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στη λογοτεχνία, ωστόσο η εκτέλεση είναι πιο δύσκολη, ειδικά στον ποιητικό λόγο. Η αλληλογραφία ήταν μια έμπνευση της στιγμής που προέκυψε μέσα από διάφορες δοκιμές. Εν μέρει με διευκόλυνε, εν μέρει με δυσκόλεψε, καθώς έπρεπε πλέον να δουλέψω με μια αυστηρή φόρμα, αλλά και να κάνω έναν διάλογο.

Ο αποδέκτης των επιστολών με το καφκικό «κύριος Κ.» ποιος είναι;

Δεν μου είπε ποτέ και σταμάτησα να τον ρωτάω. Εχω ακούσει τόσες ερμηνείες και απόψεις για τον «κύριο Κ.», που έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι εκ νέου για την ταυτότητά του! Σίγουρα είναι κομμάτι αυτού του διαλόγου που γινόταν στο κεφάλι μου όσο έγραφα αυτό το βιβλίο. Προτείνω όμως να προσεγγίσει κανείς τον «κύριο Κ.» μέσα από τις δικές του συνομιλίες.

Τι είναι για εσάς αυτό το «λατομείο των λέξεων» που αναφέρετε; Κινδυνεύετε από την κατάρρευσή του; Επίσης θα ήθελα να μας μιλήσετε για το πώς επεξεργαστήκατε τον λόγο και το ύφος αυτής της συλλογής.

Το «λατομείο των λέξεων» είναι για μένα αυτό ακριβώς που περιγράφω: ένα μέρος στο οποίο πηγαίνω για να δουλέψω με τα χέρια μου το υλικό μου, όπως ένας γλύπτης λαξεύει την πέτρα. Κάνω όλη τη δουλειά: από τον εντοπισμό μέχρι την εξόρυξη και την επεξεργασία. Συχνά όταν γράφω ένα ποίημα ή ένα βιβλίο, υπάρχει κάτι που θα ήθελα εγώ η ίδια να κατανοήσω σε μεγαλύτερο βάθος. Οταν γράφω για τον παγετώνα, με ενδιαφέρει να νιώθει κανείς, ο αναγνώστης δηλαδή, ότι τον τραβάει το σκοτάδι, όταν γράφω για το τραπέζι, θέλω να αναδύεται μια μυρωδιά στο κεφάλι αυτού που διαβάζει, ένας ήχος, κάτι που σε πλημμυρίζει και ταυτόχρονα σου επιτρέπει να κατανοήσεις κάτι σχετικά με την εμπειρία της ζωής, του κόσμου κ.λπ.

Για εσάς υπάρχουν κριτήρια για την καλή ποίηση; Το κριτήριο της γλώσσας.

Η γλώσσα είναι κάτι το πολύ πολύ προσωπικό, σχεδόν αλλόκοτο. Πολύ περισσότερο η λογοτεχνική γλώσσα ή, για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, η ποιητική. Υπάρχουν πολλά κριτήρια, τα οποία μπορεί να επικαλεστεί ή να χρησιμοποιήσει κανείς. Ωστόσο για μένα, τόσο στην κριτική όσο και στην τέχνη, η εμβάθυνση επιτυγχάνεται όταν κανείς αφοσιώνεται με διορατικό τρόπο στη μελέτη των κειμένων. «Κανείς δεν μπορεί να έχει μια ιδέα, μόλις αρχίσει πραγματικά να ακούει», λέει ο Τζον Κέιτζ, το αναφέρει και η Αν Κάρσον σε μια συνέντευξή της, και πιστεύω ότι αυτό είναι σημαντικό όταν μελετάμε το παρελθόν αλλά και το παρόν, να ακούμε τους ανθρώπους του τότε, του τώρα, αντί να τους αντικαθιστούμε με τις δικές μας ιδέες για το πώς είναι ή δεν είναι σημαντικοί για εμάς. Η κριτική οφείλει να συνδυάζει τη φιλολογική αυστηρότητα με τη δημιουργική ελευθερία, κι επιπλέον να ακούει, να αφουγκράζεται. Τέλος, οφείλει να είναι επαρκώς αναλυμένη και να έχει εμβαθύνει στις δικές της αναφορές, αισθητική κ.λπ. Για μένα το πιο σημαντικό παραμένει να τολμάει να μιλάει κανείς από θέση προσωπικής διακινδύνευσης, κι αυτό δεν έχει καθόλου να κάνει με κάποια πολεμική ή κάτι παρόμοιο.

Παρακολουθείτε καλλιτεχνικά δρώμενα εκτός του κύκλου της ποίησης;

Πρόσφατα είχα τη χαρά να παρακολουθήσω μια εμπνευσμένη, περιπατητική παράσταση με τίτλο «Η οβάλ κυρία», στους χώρους της έκθεσης «Δημοκρατία» στην Εθνική Πινακοθήκη. Η σκηνοθέτις Παυλίνα Μάρβιν και η ομάδα της υλοποίησαν ένα μικρό θαύμα. Είχε και κάτι μαγικό αυτή η αντίφαση ανάμεσα στη φευγαλέα φύση της θεατρικής παράστασης, που τελειώνει και δεν μένει τίποτα απτό, και στην ακινησία των εκθεμάτων στον ευρύτερο χώρο. Αυτή η εμπειρία και η περιπλάνησή μου στις εκθέσεις της Πινακοθήκης μού προσέφεραν ένα σπάνιο αίσθημα λύπης όταν ολοκληρώθηκαν. Ακουσα σοκαρισμένη την είδηση του βανδαλισμού. Λυτρωτική η απόφαση της επιμελήτριας της έκθεσης και διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης Συραγώς Τσιάρα να διατηρήσει ορατά τα ίχνη της επίθεσης.