Η Στέλλα Χασκίλ διεκδίκησε τη θέση της σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στο ελληνικό τραγούδι. Η Μαριάννα Πολυχρονίδη την ενσαρκώνει στη σκηνή, δίνοντας φωνή σε μια διαδρομή γεμάτη πάθος, δοκιμασίες και αλήθεια. Με τη δική της ματιά στο ρεμπέτικο, αναμετριέται με την πρόκληση αυτής της μεταμόρφωσης και επιστρέφει σε ένα είδος που για εκείνη έχει ξεχωριστή σημασία.
Υπήρχαν πτυχές της προσωπικότητάς της που σας συγκίνησαν ιδιαίτερα;
Τη Στέλλα Χασκίλ την προσέγγισα αρχικά μέσα απ’ το βιβλίο της Έφης Μαχιμάρη “Ήτανε κισμέτ” κι αργότερα απ’το θεατρικό κείμενο του Θέμη Μουμουλίδη. Και καθώς προσπαθούσα να μπω στην ιστορία της και στην ιδιοσυγκρασία της, συγκινήθηκα πολύ απ’ το πόσο αποτυπώνονταν όλα στον τρόπο που τραγουδούσε! Αυτό ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για μένα, σαν να μου είπε πολλά “μυστικά” και να με οδήγησε η φωνή της.
Πόσο επηρέασε το μυθιστόρημα την ερμηνεία σας και πώς διαμορφώθηκε η θεατρική αφήγηση σε σχέση με το λογοτεχνικό πρωτότυπο;
Το βιβλίο της Έφης Μαχιμάρη με συντρόφευσε το καλοκαίρι, που μαζί με πολλή μουσική, προσπαθούσα να γνωρίσω την ηρωίδα μου και να φτιάξω ένα βασικό καμβά. Όταν ήρθε το θεατρικό κείμενο αφοσιώθηκα εκεί. Η μεταφορά ενός μυθιστορήματος ή μιας βιογραφίας στο θέατρο είναι μια πολύ ειδική διαδικασία που απαιτεί βαθειά γνώση της θεατρικής γλώσσας. Το θεατρικό κείμενο λοιπόν το έφτιαξε ο Θέμης Μουμουλίδης, που έχει αυτή τη γνώση κι είναι κάτι που έχει κάνει περίφημα πολλές φορές. Όταν χρειάστηκε κάποιες φορές να επιστρέψω στο βιβλίο για να δω κάποια λεπτομέρεια ή να πάρω μια πληροφορία, ξαφνιάστηκα απ’ το πόσο καλογραμμένο είναι και το βιβλίο αλλά και το θεατρικό κείμενο. Πόσο με ίδια βάση και πόσο διαφορετικά, εξυπηρετώντας το καθένα άψογα το σκοπό του. Ε, αυτό εμένα με μαγεύει! Το θαυμάζω πολύ!
Εζησε σε μια ταραγμένη εποχή και βίωσε μεγάλες ιστορικές αλλαγές. Πώς αποτυπώνονται αυτές οι διαδρομές στην παράσταση;
Η εποχή είναι πάντα καθοριστική, ειδικά όταν πρόκειται για τόσο σκληρά γεγονότα κι αλλαγές. Εννοείται πως όλα αυτά αποτυπώνονται στην παράσταση και ήταν μεγάλη η πρόκληση του πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό σε μια παράσταση χωρίς μεγάλο θίασο, βίντεο, τεράστια σκηνικά κλπ. Εδώ τα όπλα μας είναι μια ηθοποιός – τραγουδίστρια, δύο μουσικοί, πολύ λιτά κοστούμια, σκηνικό, φώτα, και η ηλεκτρονική μουσική.
Αυτό που βιώνουμε λοιπόν στο μικρό Γκλόρια κάθε Σάββατο και Κυριακή, (μέσα σε ένα δωμάτιο στην πραγματικότητα) είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Και για το κοινό, αλλά και για εμάς.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις στην ερμηνεία αυτού του ρόλου, τόσο υποκριτικά όσο και φωνητικά;
Επειδή η ιστορία της είναι δύσκολη, λόγω της εποχής και των συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα, αλλά και λόγω της εβραϊκής καταγωγής της, σίγουρα υπάρχουν μεγάλες προκλήσεις υποκριτικά. Και τα τραγούδια είναι επίσης υψηλών απαιτήσεων. Οπότε το πάντρεμα, καθώς υπάρχουν πολύ γρήγορες εναλλαγές απ’ το γέλιο στο κλάμα, στο τραγούδι, και πάλι απ’ την αρχή, σίγουρα απαιτεί αντοχή, ακρίβεια, σωστό χειρισμό της φωνής, αλλά αυτό με γοητεύει πολύ!
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Θέμη Μουμουλίδη και με τους μουσικούς Αντώνη και Θοδωρή Ξηντάρη;
Με τον Θέμη Μουμουλίδη έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές. Με πολύ μεγάλα σχήματα, με μικρότερα, και κάνουμε για δεύτερη φορά μονόλογο. Αυτή τη φορά είναι σε ιδιαίτερα μεγάλα κέφια, αγάπησε πάρα πολύ αυτή την ιστορία, κι όποιος βλέπει την παράσταση το καταλαβαίνει αμέσως! Με τον Θέμη έχουμε κοινή αισθητική και τον εμπιστεύομαι πολύ. Είναι απ’ τους ανθρώπους που τους θεωρώ συγγενείς μου στο θέατρο. Δουλέψαμε πολύ, δουλέψαμε όμορφα και του είμαι βαθειά ευγνώμων.
Όσο για τον Αντώνη και τον Θοδωρή Ξηντάρη, επίσης έχουμε ξανασυνεργαστεί, γίναμε φίλοι, και ήθελα πολύ να καταφέρουμε να είμαστε μαζί στην παράσταση. Είναι σπουδαίοι μουσικοί, υπέροχα, σπάνια πλάσματα, και η επικοινωνία μας επί σκηνής χωρίς καν να υπάρχει οπτική επαφή με κάνει να νιώθω σιγουριά και ζεστασιά. Επίσης μεγάλη ευγνωμοσύνη!
Η παράσταση «παντρεύει» τον ήχο της λαϊκής ορχήστρας με σύγχρονα μουσικά στοιχεία. Πώς βιώσατε αυτόν τον συνδυασμό και τι ατμόσφαιρα δημιουργεί στη σκηνή;
Όταν μου μίλησε ο Θέμης γι’αυτή του την ιδέα, το ένιωσα σαν μεγάλη πρόκληση. Είχα αγωνία για το πώς θα γίνει και πώς θα λειτουργήσει. Κι όταν άρχισε η Λίνα Ζάχαρη (που έγραψε τη σύγχρονη μουσική) να φέρνει τις προτάσεις της, εκεί άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο Θέμης είχε πολύ καλά στο μυαλό του τί θέλει να κάνει! Ήταν πολύ ιδιαίτερος ο τρόπος που δούλεψαν όλοι οι μουσικοί μαζί (Αντώνης – Θοδωρής – Λίνα), ώστε να γίνει το “πάντρεμα”. Ήταν για όλους μας πολύ προκλητικό και μας έβαλε σε διαδικασία να γίνουμε πιο ανοιχτοί.
Τώρα λοιπόν, παίζοντας την παράσταση τόσο καιρό, μπορώ να πω ότι το σύνολο της μουσικής είναι απόλυτα καθοριστικό! Και για τον θεατή αλλά και για μένα.
Υπάρχει κάποιο τραγούδι της Χασκίλ που σας άγγιξε περισσότερο; Πώς ήταν η εμπειρία να ερμηνεύετε τα τραγούδια της;
Δεν θα επιλέξω ένα. Με συγκινεί πολύ, και σε κάθε παράσταση, ο τρόπος και οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το κάθε τραγούδι. Οπότε καθώς αφηγούμαι κάθε φορά την ιστορία, μέσα από την τόσο ζωντανή διαδικασία του θεάτρου, υπάρχει και η ανάλογη φόρτιση της κάθε στιγμής και μέσα μου φωτίζονται διαφορετικά τα τραγούδια. Εμπειρία!
Το λαϊκό τραγούδι της εποχής εκείνης ήταν βαθιά συνδεδεμένο με την κοινωνική πραγματικότητα. Πιστεύετε πως η παράσταση φέρνει στο φως νέες αναγνώσεις αυτών των τραγουδιών στο σήμερα;
Επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται ποικιλοτρόπως, και η μουσική αποτυπώνει κάθε φορά την εποχή, σίγουρα βρίσκω μέσα σ’ αυτά τα τραγούδια αναφορές στο σήμερα και νέες αναγνώσεις. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε, το ότι αυτά τα τραγούδια τραγουδιούνται ακόμα. Είτε όπως τα πρωτότυπα, είτε σε διασκευές.
Εχετε τραγουδήσει διαφορετικά είδη μουσικής στην πορεία σας. Τι σημαίνει για εσάς το λαϊκό τραγούδι και η παράδοση που φέρει;
Όντως έχω τραγουδήσει διαφορετικά είδη και το καθένα έχει τη δική του ξεχωριστή θέση μέσα μου. Το λαϊκό τραγούδι όμως, έχει κάτι τόσο πυρηνικό, κουβαλάει αυτά που έχουμε ζήσει σαν λαός, που όσο μεγαλώνω με συγκινεί όλο και περισσότερο. Τα παλιά λαϊκά τραγούδια δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τραγουδιούνται και σήμερα, 80 χρόνια και βάλε μετά την κυκλοφορία τους και νιώθεις ότι σε αφορούν! Τις προάλλες είχαν έρθει δύο πολύ νέα παιδιά στην παράσταση, γύρω στα 25-26, και μου είπαν: κλαίγαμε χωρίς να ξέρουμε γιατί! Νομίζω ότι αυτή είναι η ουσία και η δύναμη αυτών των τραγουδιών.
Η Στέλλα Χασκίλ ανήκει στις σπουδαίες, αλλά λιγότερο γνωστές φωνές του ρεμπέτικου. Πιστεύετε ότι η παράσταση μπορεί να τη συστήσει σε ένα νέο κοινό;
Αντιλαμβάνομαι απόλυτα γιατί οι συνθέτες της είχαν αδυναμία! Ήταν μια σπάνια φωνή, δουλεμένη, (είχε πάει στο ωδείο, εξαιρετικά σπάνιο για την εποχή) η οποία κουβαλούσε και πολλές μνήμες, καταγωγές κι αναφορές. Δυστυχώς πέθανε πολύ νέα, μόλις 36 ετών κι έτσι δεν τη μάθαμε όσο θα της άξιζε. Πρώτα πρώτα λοιπόν αισθάνομαι εγώ πολύ τυχερή που την γνώρισα καλύτερα, και ναι, πιστεύω ότι μέσα απ’ την παράσταση μπορεί να συστηθεί σε ένα νέο κοινό. Ο κόσμος βγαίνοντας απ’ την παράσταση μπαίνει στη διαδικασία να την ψάξει και είναι υπέροχο αυτό!
Υπάρχει κάποια στιγμή της προετοιμασίας ή των προβών που σας έκανε να νιώσετε πιο κοντά στη Στέλλα Χασκίλ;
Πολλές! Και στις πρόβες και στις παραστάσεις. Και συνεχώς μου αποκαλύπτονται κι άλλες.
Σας γοητεύει η ιδέα να ξαναπαίξετε σε μουσικοθεατρικά έργα που αναδεικνύουν τη ζωή και το έργο σπουδαίων καλλιτεχνών;
Όταν καταπιάνεται κανείς με μεγάλες προσωπικότητες, σίγουρα μαθαίνει πολλά. Κι εμένα μου αρέσει να μαθαίνω!
INFO
“Μια άλλη Στέλλα” Θέατρο ΓΚΛΟΡΙΑ, Ιπποκράτους 7 Εισιτήρια: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/i-alli-stella/