Η ανάδειξη νέων θεματικών δημόσιας διαμάχης, όπως μεταξύ «συστημικού-αντισυστημικού», δίνει την αίσθηση μιας επανανοηματοδότησης εννοιών και σχέσεων, που τις κάνει πιο trendy. Η διαμάχη αυτή παρακάμπτει όμως το κεντρικό ζητούμενο, που δεν είναι ο ριζοσπαστικοποιημένος λεκτικός εντυπωσιασμός, αλλά τι (δημοκρατική) διακυβέρνηση έχει ανάγκη η χώρα, ποιες αλλαγές είναι αναγκαίες και γιατί, με τι συνέπειες και για ποιους, αν μπορεί να γίνουν εφικτές και πώς, και πώς μπορεί η κοινωνία να αντιμετωπίσει από καλύτερη θέση προβλήματα ή να αποτρέψει καταστάσεις όπως τα Τέμπη, η Δαδιά, οι διευρυνόμενες ανισότητες, η διάχυτη διαφθορά, τα εξωτερικά ρίσκα, άλλα ευάλωτα σημεία.

Θα παραθέσω πέντε θέσεις για το ζήτημα αυτό:

Πολιτικές αμφισβητήσεις είναι ο κανόνας του συστημικού παιγνίου. Aλλαγές που συνδέονται με εναλλαγές κομμάτων και μια καλύτερη ή, πάντως, διαφορετική κατεύθυνση σε μια κοινωνία δεν είναι αντισυστημισμός, εκτός αν επιδιώκουν μια ριζικά διαφορετική «τάξη πραγμάτων». Αντίστοιχα, η εμμονή σε χρόνιες, εξόφθαλμα προβληματικές, λειτουργίες κράτους και θεσμών δεν είναι συστημισμός. Στις περιπτώσεις αυτές, το ίδιο το «σύστημα», με τον τρόπο λειτουργίας του, μετατρέπεται σε ενδογενή αντισυστημικό παράγοντα του εαυτού του. Για παράδειγμα, ούτε η διεθνής οικονομική κρίση του 2007, ούτε η ελληνική κρίση του 2009, ούτε η εξασθένηση της δημοκρατίας σε πολλές χώρες, ούτε οι κρίσεις με το Μάτι ή τα Τέμπη, ούτε η πολιτική αλλαγή στη χώρα το 2015 ή το 2019, ούτε οι πολύ χαμηλές θέσεις μας στους δείκτες κράτους-δικαίου, διαφθοράς, αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, ούτε η ανάδειξη στις ΗΠΑ μιας νέας μορφής δημοκρατίας – της δημοκρατίας της βίας – έχουν τα αίτιά τους στη δράση αντισυστημικών δυνάμεων. Πολλά είναι αποτέλεσμα σφαλμάτων και αδυναμιών του ίδιου του «συστήματος» – μιας αυτοϋπονόμευσης. Οταν η υπονόμευση προέρχεται «εκ των έσω», προσδίδει στην «έξωθεν» αμφισβήτηση ισχυρότερη νομιμοποίηση.

Οταν στόχος του αντισυστημισμού δεν είναι η ανατροπή υποδείγματος, ο όρος «αντισυστημικός» έχει περισσότερο επικοινωνιακό, ίσως και παραπλανητικό, χαρακτήρα. Δίνει απλώς μια εικόνα του πολιτικά δυναμικού, του τολμηρού. Στην πραγματικότητα, σημαίνει μεταρρυθμίσεις –για να μην αναφέρω την καταραμένη λέξη «εκσυγχρονισμό» –, δηλαδή οριακές ή σοβαρές ή ακόμα και ριζοσπαστικές αλλαγές, οι οποίες όμως λειτουργούν συστημικά. Αλλάζουν – χωρίς να ανατρέψουν – εμπεδωμένες καταστάσεις και διευκολύνουν την ομαλή μετεξέλιξη μιας κοινωνίας, αποτρέποντας την εμφάνιση βαθύτερων αδιεξόδων ή καταστροφικών εξελίξεων. Στην ουσία, στην περίπτωση αυτή, ανάλογα με το λεκτικό που επιλέγει κανείς, ένας αντισυστημικός μπορεί να είναι απλώς ένας «άθλιος εκσυγχρονιστής» ή ένας άθλιος εκσυγχρονιστής να εμφανίζεται ως ένας «ηρωικός αντισυστημικός».

Σε μια εποχή που πολλά αλλάζουν γρήγορα, πώς ξεχωρίζει κανείς τον συστημισμό από τον αντισυστημισμό; Σήμερα, είμαστε αντιμέτωποι με νέες πραγματικότητες και το «σύστημα» που οικοδομήθηκε στη διάρκεια δεκαετιών (δημοκρατία, κράτος, κόμματα, θεσμοί, πρακτικές, κουλτούρα, αντιλήψεις, τρόπος λειτουργίας) δείχνει σοβαρές αδυναμίες ή παθογένειες στο να αντιμετωπίσει σοβαρές σημερινές και αυριανές απειλές (κλιματικές, διεθνοπολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές). Η πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από ευρύτατες παραβιάσεις ή μορφές παράκαμψης θεσμών και κανόνων. Η λειτουργία κράτους και δημόσιου χώρου με βάση πρότυπα διακυβέρνησης και ιεραρχήσεις τριών ή πέντε δεκαετιών πριν οδηγεί σε συνεχείς απογοητεύσεις ή και οδυνηρές συνέπειες. Από μια άποψη, συστημισμός και αντισυστημισμός συγκλίνουν από διαφορετικές κατευθύνσεις και συναντώνται στο αποτέλεσμα, αν και όχι στους στόχους.

Μεταξύ αντισυστημισμού και πραγματικότητας διαπιστώνουμε μια αλλόκοτη αντίφαση: κάθε φορά που επιχειρείται στη χώρα μια βελτίωση του ανορθόλογου, του άδικου, της διαφθοράς, του «ξεπερασμένου», της συναλλαγής ή οτιδήποτε, οι ίδιες πολιτικές ή κοινωνικές δυνάμεις που δημιούργησαν ή ανέχθηκαν τις προβληματικές αυτές πολιτικές ή κοινωνικές λειτουργίες, οι ίδιες τις καταγγέλλουν ως «κακώς κείμενα» και οι ίδιες εναντιώνονται στις προσπάθειες αντιμετώπισής τους. Ετσι δημιουργούνται φαύλοι κύκλοι, βαθαίνουν οι ισχνές επιδόσεις, οι ανισότητες, η εξασθένιση της σχετικής θέσης της χώρας στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον της – η πραγματικότητά μας.

Αν το «αντισυστημικό» περιορίζεται σε επικοινωνιακή σημειολογία, που γράφει πιο θετικά στο πολιτικό παιχνίδι και στα αφτιά της κοινωνίας, κανένα πρόβλημα. Αν το πολιτικό σκηνικό αδυνατεί να λειτουργήσει διαφορετικά, δημιουργώντας ενδογενώς αντισυστημικές δυναμικές, υπάρχει πρόβλημα. Και αν ο δημόσιος χώρος κυριαρχείται, επιπλέον, από έναν ηρωικό αντισυστημισμό, που θέλει να πείσει ότι θα τα «αλλάξει όλα», με τυφλό τρόπο, αποβλέποντας στο να αποτελέσει, πρόσκαιρα, απλώς κανάλι διοχέτευσης συναισθημάτων απογοήτευσης ή οργής, χωρίς ικανότητα διασφάλισης νέων ισορροπιών και θετικών προοπτικών για την κοινωνία, τότε αντί για συστημισμό ή αντισυστημισμό έχουμε ένα επικίνδυνο κενό, «τόσο στην επάνω όσο και στην κάτω πλευρά του «συστήματος». Το κρίσιμο ερώτημα συνοψίζεται στο εξής: μπορεί ο αντισυστημισμός να λειτουργήσει δημιουργικά, με την έννοια της «δημιουργικής καταστροφής» (του Σουμπέτερ) – της δημιουργίας ενός πιο ικανοποιητικού κοινωνικο-πολιτικού τοπίου – ή θα πάρει απλώς τη μορφή της «καταστροφής»; Για την ώρα, γνώριμα φαινόμενα επανεμφανίζονται, ωθώντας πολλές κοινωνίες προς τα κάτω: σε χαμένες προσδοκίες, μορφές αποδιάρθρωσης, συμπίεση προσδοκιών του ευρύτερου – του κάτω – τμήματος της κοινωνικής πυραμίδας, που μπορεί να σημαίνει – όχι αναγκαστικά – ενίσχυση των προσδοκιών ενός επάνω τμήματος της κοινωνικής πυραμίδας κ.ά. Τα όρια της πτώσης δεν είναι προδιαγεγραμμένα. Οταν όμως ξεπεραστούν, τότε πιο κάτω από το «προς τα κάτω» βρίσκεται η «χαρά του τραμπισμού» και του απανταχού πολύμορφου αυταρχισμού. Και μάλιστα πλέον, σε πολιτικά πολύ επικίνδυνες εκδοχές. Η ελληνική κοινωνία έζησε τις τελευταίες δεκαετίες πολλές διαψεύσεις προσδοκιών, όπως και τη σαγήνη του απρόβλεπτου, με σκληρό κόστος. Κάποια στιγμή, άλλη μία διάψευση μπορεί να μη συνιστά ένα απλό αριθμητικό συμβάν.

Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός