Φανταστείτε έναν άνθρωπο ο οποίος είναι – δεν είναι άρρωστος, κάνει κάθε μήνα εξονυχιστικές ιατρικές εξετάσεις. Επιτελείο γιατρών σκύβει πάνω από τα ευρήματα. Περνάει από ψιλό κόσκινο την κάθε μεταβολή. «Γιατί ανέβηκε η χοληστερίνη του;». «Πήγε – σας θυμίζω – προχθές σε χασαποταβέρνα. Ντερλίκωσε για τα καλά…». «Λευκά γιατί έχει τσιμπημένα;». «Πέρασε, προ εβδομάδας, μια ιωσούλα. Ορθιος την έβγαλε». «Μας εγγυάστε, κύριε καθηγητά, ότι δεν υποκρύπτεται κάποια σοβαρή νόσος εν τη γενέσει της;». «Τι να σας πω; Εάν δεν υποχωρήσουν τον επόμενο μήνα, ας διατάξουμε αξονική άνω – κάτω κοιλίας…».

Ποιος θα υπέβαλλε εαυτόν σε μια τέτοια διαδικασία; Ενας τύπος τρομερά υποχόνδριος. Μια φιγούρα κωμικοτραγική σαν τον κατά φαντασίαν ασθενή του Μολιέρου. Ποιος άλλος; Η κοινωνία η ίδια! Το σύνολο, έστω, του εκλογικού σώματος.  Συγκεντρώνουν οι δημοσκόποι τα δείγματα, τα αναλύουν, τα συγκρίνουν, τα σταθμίζουν κι έπειτα τα παρουσιάζουν στο κοινό στις βραδινές ειδήσεις.

Η όλη διαδικασία θυμίζει στριπτίζ. Βλέπουμε στην αρχή λίγο μπούτι, λίγο ντεκολτέ. Τις «γενικές τάσεις», την άποψη των Ελλήνων για τον πόλεμο στην Ουκρανία, τη στάση τους απέναντι στις υπερδυνάμεις, το ευρωπαϊκό τους φρόνημα. Σιγά σιγά μπαίνουμε στο ζουμί. «Ιεραρχήστε τα προβλήματά σας». Πρώτα η ακρίβεια, μετά η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς… «Συνολικά αισθάνεστε αισιοδοξία, ανησυχία ή απελπισία;». Μελοδραματικοί καθώς είμαστε ως λαός, στριμωχνόμαστε ανέκαθεν στη δεύτερη και στην τρίτη κατηγορία. Ετσι και οι δημοσκοπήσεις απεικόνιζαν την αληθινή ψυχολογική μας κατάσταση, θα έπρεπε όλοι να βαράμε νυχθημερόν το κεφάλι μας στον τοίχο. Η ένταση κορυφώνεται. Ο στηθόδεσμος βγαίνει. «Ποιον θεωρείτε καταλληλότερο για πρωθυπουργό;». Μένει το φύλλο συκής. «Εάν είχαμε εκλογές την Κυριακή, ποιο κόμμα θα ψηφίζατε;». Μουσική θρίλερ. Μπάρες στο γράφημα, γαλάζιες, πράσινες, κόκκινες, μοβ, να ψηλώνουν ή να κονταίνουν ή να εμφανίζονται στάσιμες – «κολλημένο το ΚΚΕ στα ποσοστά του, μπετόν αρμέ το κόμμα…», σχολιάζει ο χαλκέντερος παρουσιαστής.

Αρτον προσφέρουν οι σφυγμομετρήσεις σε εταιρείες ερευνών και σε δημοσιογράφους. Θέαμα πλούσιο στους τηλεθεατές. Αφορμές για να απεραντολογούν και να καβγαδίζουν οι κολλημένοι στα σόσιαλ μίντια, να ροκανίζουν τα ροκανίδια για να σκοτώνουν την ώρα τους. Κρύο ιδρώτα στα επιτελεία των κομμάτων που εμφανίζονται σε τροχιά καθόδου. Μελαγχολώ στη σκέψη όσων διαμείβονται σε εκτελεστικά γραφεία και διοικούσες επιτροπές έπειτα από μια αρνητική δημοσκόπηση. Καθένας λέει το μακρύ και το κοντό του. Αλλος ικετεύει για ψυχραιμία. Αλλος μεταμφιέζει την ταραχή του σε δυναμισμό, εισηγείται ριζική αλλαγή πορείας, ρηξικέλευθες παρεμβάσεις, «σκληρό ροκ». Υπάρχουν και οι κάθε λογής σύμβουλοι και ο σοφός πάντα Νέστωρ της παράταξης που διηγείται ανέκδοτα από το 1985… Και ο αρχηγός στη μέση να παριστάνει, βρέξει χιονίσει, τον αισιόδοξο, την κολόνα και το αλεξικέραυνο – εάν εκείνος πανικοβληθεί, πάει, το κλείσαμε το μαγαζί. Είναι και οι βουλευτές που τρώνε τα νύχια τους βλέποντας την επανεκλογή τους να χλωμιάζει.

Φταίει το στραβό το ριζικό τους;

Φταίει ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας έχει αναγάγει, χρόνια τώρα, τις δημοσκοπήσεις σε πυξίδα του. Αντί να κυβερνάει και να αντιπολιτεύεται βάσει ιδεών και προγραμμάτων, έχει καταλήξει άθυρμα της διαβόητης «επικοινωνίας». Αγκομαχάει να γίνει ή να παραμείνει ανά πάσα στιγμή αρεστό. Αποτέλεσμα; Απαξ και κάποιος αντίπαλος λαϊκίζει ασύστολα, τσιρίζει για να τραβήξει την προσοχή, όλοι αυθωρεί και παραχρήμα να τον μιμούνται. Να απεκδύονται τη σοβαρότητα, μπας κι έτσι διαφυλάξουν τα ψηφαλάκια τους. Συγκίνηση και συνωμοσιολογία εμπορεύεται η άλλη και τσιμπάει στα γκάλοπ; Συγκίνηση και συνωμοσιολογία κι εμείς. Κι όσο κρατήσει.

Δύο εβδομάδες αφότου είχε κυκλοφορήσει ο «Μεγάλος Ερωτικός», ο εμπορικός διευθυντής της δισκογραφικής τηλεφώνησε στον Μάνο Χατζιδάκι. «Εχουμε δώσει πέντε χιλιάδες κομμάτια… Αλλοι θα χαίρονταν… Εσείς, φοβάμαι, όχι τόσο…». «Μη με ξαναπάρεις, παιδί μου!», δυσανασχέτησε ο Χατζιδάκις. «Δεν είναι φρούτα τα τραγούδια μου να μπαγιατέψουν άμα δεν πουληθούν αμέσως. Ο “Μεγάλος Ερωτικός” συνομιλεί με την Ιστορία». Δικαιώθηκε απόλυτα.

Η τέχνη, θα μου πείτε, δεν είναι πολιτική. Η πολιτική όμως είναι τέχνη.