Με την τελευταία μονογραφία της που επιγράφεται Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο εμπνευστής του συνταγματικού κράτους η Λύντια Τρίχα φιλοδοξεί να καλύψει ένα χρόνιο βιβλιογραφικό κενό, επιχειρώντας να άρει μια στρεβλή επί δεκαετίες αντίληψη για τον πολιτικό, διπλωμάτη, διανοούμενο και άνθρωπο Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Η μελέτη της είναι προσανατολισμένη, με επιστημονική συνέπεια και χωρίς πρόθεση αγιογράφησης, στην επανόρθωση μιας ιστορικής αδικίας εις βάρος ενός αληθινού δεξιοτέχνη της διπλωματίας, ο οποίος καθόρισε αποφασιστικά τη μετεπαναστατική τύχη του ελληνικού κράτους αλλά και τη μέχρι σήμερα ελληνική εξωτερική πολιτική.

Η ερευνήτρια αξιοποιεί κρατικά αρχεία, αρχεία ιδιωτικών συλλογών, πρακτικά των συνεδριάσεων θεσμικών οργάνων, δημοσιεύματα εφημερίδων, αλληλογραφία των πρωταγωνιστών της εποχής, καθώς και εκτενή σχετική βιβλιογραφία, προκειμένου να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς την πολιτική διαδρομή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και να παρουσιάσει ανάγλυφα τον ρόλο που διαδραμάτισε από το ξεκίνημά του στην Κωνσταντινούπολη και το Βουκουρέστι ως ποστέλνικος δίπλα στον ηγεμόνα της Βλαχίας Ιω. Καρατζά έως την ύστερη περίοδο της πολιτικής του σταδιοδρομίας και μέχρι τη στιγμή που συνέχιζε, παρά τα προβλήματα της υγείας του, να θέτει τη σκευή της πολύπειρης πολιτικής του σκέψης στην υπηρεσία της πατρίδας. Ετσι, παρακολουθούμε πώς ξετυλίγεται η δράση του πολυσχιδούς αυτού «διπλωματικού και οργανωτικού μυαλού της Επανάστασης» που ο Lord Byron παρομοίαζε με τον George Washington: πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1822 («Πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος») και συνολικά τέσσερις φορές πρωθυπουργός ως το 1854-1855, εμπνευστής και συντάκτης του Α΄ Συντάγματος της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, υπερασπιστής του Μεσολογγίου στην πρώτη πολιορκία τα Χριστούγεννα του 1822, πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης της Αθήνας που ψήφισε το Σύνταγμα του 1844, γενικός γραμματέας του Εκτελεστικού το 1823 και το 1825 με ευθύνη για τη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων, μέλος του Γενικού Φροντιστηρίου επί Καποδίστρια και Οθωνα, υπουργός Οικονομικών το 1832, πρεσβευτής στο Βερολίνο και το Μόναχο (1834-1839), στο Λονδίνο (1839-1841), στην Κωνσταντινούπολη (1842-1843) και στο Παρίσι (1850-1854).

Ο άνθρωπος Μαυροκορδάτος

Η μελέτη της Λύντιας Τρίχα φιλοτεχνεί το πορτρέτο ενός ανθρώπου κοσμοπολίτη, γλωσσομαθούς, φιλελεύθερου, οξυνούστατου, φιλόμουσου, πνευματώδους και ιδιαίτερα φιλομαθούς που έφτασε να ενδιαφέρεται ακόμα και για τη βοτανική και τη φυτολογία. Η πολιτεία του, όπως συνάγεται από τις μαρτυρίες της εποχής του, αποκαλύπτει έναν λόγιο με εκλεπτυσμένους τρόπους, ευρωπαϊκή καλλιέργεια και αστική κοινωνική ευγένεια, ενώ κοινή ήταν η ομολογία ελλήνων και ξένων συγχρόνων του ότι άφησε ισχυρό το αποτύπωμα ενός πολιτικού άνδρα φιλόδοξου και την ίδια στιγμή ακέραιου, ανιδιοτελούς, ανεξίκακου και αδιάφορου για πλουτισμό, με μόνη περιουσία το «τυπογραφείο» και τα βιβλία του. Δεν υπέγραψε ποτέ ως «πρίγκιπας», παρόλο που διέθετε τον τίτλο. Δεν άφησε στους γιους του κανένα περιουσιακό στοιχείο, αφού είχε προσφέρει στην Επανάσταση τις οικονομίες του. Παράτολμος και ριψοκίνδυνος, έφτασε αρκετές φορές κοντά στον θάνατο όχι μόνο σε πεδία μάχης αλλά και εξαιτίας των δολοφονικών σχεδίων που εξύφαναν και ανεπιτυχώς έθεσαν σε εφαρμογή όσοι τον εχθρεύονταν.

Βασικοί άξονες

της πολιτικής του

Ενδεικτικοί του διχαστικού κλίματος και του πολιτικού φανατισμού της ιστορικής περιόδου κατά την οποία έδρασε ο Μαυροκορδάτος είναι οι επιτιμητικοί χαρακτηρισμοί που του επιδαψίλευσαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι από αδυναμία να αντιληφθούν τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος αξιολογούσε σε βάθος τη συγκυρία του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων στο πολιτικό και διπλωματικό πεδίο σε συνάρτηση πάντα με τα συμφέροντα της πατρίδας. Ετσι, δημοσιεύματα του αντιπολιτευόμενου Τύπου εμφανίζονται να τον αποκαλούν «ιντριγκαδόρο», προδότη των ιδανικών της Επανάστασης, πράκτορα των βρετανικών συμφερόντων, εχθρό των λαϊκών αγωνιστών και κοινό αρχομανή που επεδίωξε να καρπωθεί τους αγώνες των άλλων. Ωστόσο, η δική του πολιτική γραμμή ήταν τελικά αυτή που δικαιώθηκε. Σε μια εποχή που η αποδιάρθρωση της οθωμανικής κυριαρχίας άλλαζε ριζικά τον γεωπολιτικό χάρτη, ο Μαυροκορδάτος ήταν αυτός που κατόρθωσε με ρεαλισμό, πολιτικό πρόγραμμα και όραμα, στρατηγική αντίληψη και διπλωματική διαίσθηση να «διεθνοποιήσει» το ελληνικό ζήτημα και να το εντάξει, με τρόπο επωφελή για την πατρίδα, στην κονίστρα των ευρωπαϊκών διπλωματικών συσχετισμών και ισορροπιών μεταξύ δυτικού κόσμου και Ρωσίας. Σκοπός του ήταν να αναγνωριστεί η επαναστατημένη Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος με συνταγματική υπόσταση και με σημαίνουσα θέση στην Ανατολική Μεσόγειο. Ηταν αυτός που επέμεινε στην ίδρυση ενός συνταγματικού κράτους πάνω στα σύγχρονα ευρωπαϊκά πολιτειακά πρότυπα, θεωρώντας ότι μια θεσμικά – συνεπώς, νόμιμα και συνταγματικά – εκφρασμένη λαϊκή αντιπροσώπευση, τη στιγμή μάλιστα που η Ρωσία επιχειρούσε να επωφεληθεί από την αποδόμηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα διευκόλυνε την ανάπτυξη ενός φιλελληνικού ευρωπαϊκού κινήματος και θα αξίωνε, με τρόπο πειστικό, από τις ξένες Δυνάμεις να ασχοληθούν σοβαρά με το ελληνικό ζήτημα. Βασική του αρχή ήταν ότι η Ελλάδα έπρεπε να σταθεί με ευελιξία στη διπλωματική κονίστρα υπολογίζοντας σωστά τα αμοιβαία ή συγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. «Δεν πρέπει ποτέ να λησμονήσωμεν», έγραφε, «ότι το πρώτον ελατήριον της ευνοίας και της πολιτικής φιλίας πάσης Δυνάμεως, συνταγματικής ή απολύτου, είναι το συμφέρον». Οταν, επίσης, χρειάστηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αντιπαλότητας μεταξύ των εγχώριων φατριών, υποστήριξε από την πρώτη στιγμή ότι ο Αγώνας θα έπρεπε να διευθύνεται όχι από τοπικές διοικήσεις αλλά από μια κεντρική Αρχή και να καθοδηγείται από ένα συντονιστικό κέντρο, με άλλα λόγια μια εκλεγμένη από το έθνος κυβέρνηση που θα έδινε πολιτική οντότητα στην Επανάσταση.

Γιατί κίνησε την καχυποψία και την αντιπάθεια στο πρόσωπό του

Γιατί καταφέρονταν τόσο σφοδρά εναντίον του οι πολιτικοί του αντίπαλοι; Ηταν, άραγε, η φαναριώτικη καταγωγή του που ξυπνούσε τη στερεότυπη καχυποψία περί ετεροχθόνων; Ηταν η αστική του κουλτούρα που οι περισσότεροι τη διέκριναν στην ευρωπαϊκή ενδυμασία του και στις δυτικότροπες γαστρονομικές του συνήθειες; Μήπως υποκινούσε τον φθόνο η ένταξή του στην αντικαποδιστριακή αντιπολίτευση των «Συνταγματικών», καθώς το σημείο στο οποίο διαφωνούσε με τον Κυβερνήτη ήταν η άρνηση του τελευταίου για την ψήφιση Συντάγματος; Κατά τη γνώμη μου, το κρίσιμο ερώτημα που κατ’ επέκταση εγείρεται είναι ποιοι λόγοι επέβαλαν διαχρονικά την αρνητική αποτίμηση του Μαυροκορδάτου από την πλευρά μεγάλου μέρους της ελληνικής ιστοριογραφίας. Θεωρώ ότι ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η «λαϊκιστική» ανάγνωση της Ελληνικής Επανάστασης στο πλαίσιο ενός ερμηνευτικού σχήματος που προέβαλαν η σχολική Εκπαίδευση και η δημόσια Ιστορία, σύμφωνα με το οποίο υπερτονιζόταν το «εθνικολαϊκό στοιχείο», ενώ η μανιχαϊκή διάκριση μεταξύ ανιδιοτελών και έντιμων οπλαρχηγών και φιλόδοξων και ιδιοτελών πολιτικών δεν επέτρεπε ή επέτρεπε δύσθυμα να αναγνωριστεί η συμβολή της αστικής τάξης στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Εικόνες

Πορτρέτο τεσσάρων πόλεων, πανόραμα μιας εποχής

Η μονογραφία της Λύντιας Τρίχα διαβάζεται και ως μια μυθιστορηματική βιογραφία που αναπλάθει έκτυπα την εποχή, προσφέροντας ένα λεπτομερώς σχεδιασμένο πορτρέτο της κοινωνικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής των πόλεων (Βουκουρέστι, Λονδίνο, Παρίσι, Κωνσταντινούπολη) όπου ο Μαυροκορδάτος άσκησε πολιτικά και διπλωματικά καθήκοντα ή απλά υπήρξαν ενδιάμεσοι σταθμοί στις διαρκείς μετακινήσεις του. Περιγράφονται πτυχές της ιδιωτικής του ζωής που φανερώνουν έναν βαθιά συναισθηματικό άνθρωπο, όπως λ.χ. η ζηλώδης αγάπη του για την όπερα και το θέατρο, η ρομαντική σχέση του με τη Μέρι Σέλεϊ, η σπάνια φιλία και πολιτική συνεργασία του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, η πνευματική σχέση του με τον ανιψιό του Χαρίλαο Τρικούπη, οι σχέσεις του με τη μητέρα του και τις αδερφές του, ο γάμος του με τη Χαρίκλεια Αργυροπούλου, η επώδυνη απώλεια των τεσσάρων από τα πέντε παιδιά του, καθώς και οι περιπέτειες της υγείας του. Στα θετικά στοιχεία του βιβλίου οφείλουμε να συγκαταλέξουμε την ανάγλυφα δοσμένη γλώσσα της διεθνούς διπλωματίας της εποχής και τη σχεδόν κινηματογραφική παρουσίαση των πυρετωδών διαπραγματεύσεων που λάμβαναν χώρα στις επίσημες αλλά και άτυπες συναντήσεις στις ηγεμονικές αυλές. Φως, επίσης, ρίχνεται στον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικοί αντίπαλοι κατέστρωναν τα αθέμιτα σχέδιά τους, όπως δείχνει λ.χ. η περίπτωση της υπονόμευσης του πρωθυπουργού Μαυροκορδάτου το 1844 από τον Κωλέττη και τους οπαδούς του ή ο συστηματικός τρόπος με τον οποίο ο Οθωνας και η Αμαλία προσπαθούσαν να τον αποκλείσουν από τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις. Σε επιστολή του προς τον Τρικούπη ο φαναριώτης πολιτικός έγραφε χαρακτηριστικά: «Πόσον αηδίασα τες βρωμοΐντριγκες των εδώ είναι απερίγραπτον!», αισθητοποιώντας τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, τις δυσπιστίες και αντιζηλίες ανάμεσα στις πολιτικές και στρατιωτικές φατρίες.

Η κεντρική εικόνα που συνάγεται από τη μονογραφία της Λύντιας Τρίχα είναι ότι ο αμφιλεγόμενος πλην προικισμένος αυτός πολιτικός άνδρας, με τη διπλωματική βαθύνοια που τον διέκρινε και την ευχέρεια που διέθετε να ερμηνεύει κάθε φορά τη διεθνή πολιτική συγκυρία, ήταν αυτός στον οποίο προσέφευγε σχεδόν πάντα το πολιτικό σύστημα ζητώντας τις υπηρεσίες του όταν ο τόπος στριμωχνόταν στις συμπληγάδες του πολιτικού αδιεξόδου. Ηταν αυτός που εισηγήθηκε πολύ πρόωρα ένα εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση, την οικονομία, τις συγκοινωνίες κ.α. Ηταν αυτός που δίδαξε με την πολιτεία του ότι η πολιτική είναι μια τέχνη σύνθετη που προϋποθέτει μελέτη των πραγματικών δεδομένων, ανεξάντλητη υπομονή, διαίσθηση και θέσπιση υλοποιήσιμων και πολύπλευρα σταθμισμένων στόχων.

Ο Θεοδόσης Ν. Νικολαΐδης είναι δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης