Διάβασα προσεκτικά μια συνέντευξη του Νίκου Ανδρουλάκη, προέδρου του ΠΑΣΟΚ, στην οποία λέει ότι είναι επικίνδυνο παιχνίδι το δίλημμα «Μητσοτάκης ή χάος» και ισχυρίζεται ότι το κόμμα του είναι σοβαρή εναλλακτική κυβερνητική λύση, συγκεκριμένη και όχι άγνωστη. Σε τι συνίσταται αυτή η λύση; «Να έρθει ένα πρόγραμμα που θα ρίξει το κόστος στέγασης, θα φτιάξει το Εθνικό Σύστημα Υγείας, θα δημιουργήσει μια ανάπτυξη ανθεκτική, ανταγωνιστική, με σωστή χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Αρα, εμείς θα αγωνιστούμε για μια πολιτική αλλαγή με περιεχόμενο που θα βελτιώνει τη ζωή του λαού» (iefimerida, 21/3/2025).
Ωραία λόγια αλλά καθόλου συγκεκριμένα. Κάθε άλλο. Αλλά πολιτική τόσο γενικόλογη, που ταυτίζει τις υποσχέσεις με την πραγμάτωσή τους, λέγεται βολονταρισμός. Υπάρχει και μια λαϊκή παροιμία σχετική: «Με τον νου πλουταίνει η κόρη».
Δεν είναι φρέσκα κουλούρια. Τα ίδια έλεγε κι ο Τσίπρας, όταν υποσχόταν να σκίσει τα μνημόνια. Δεν άκουγε τους λογικούς που φώναζαν ότι αυτά δεν γίνονται, τον ψήφισαν και τον έκαναν πρωθυπουργό. Κάπως έτσι η χώρα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού.
Μα είναι ισοδύναμος ο Ανδρουλάκης του Τσίπρα; Οχι, προφανώς. Αλλά με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα: παρότι είναι το κόμμα του Σημίτη, σοβαρού μεταρρυθμιστή και ευρωπαϊστή, δεν έχει μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα αλλά ήδη προσμετράται στην αριστερή διαμαρτυρία, με αφορμή τα Τέμπη. Υιοθετώντας όλες τις θεωρίες συνωμοσίας, και πρωτίστως, τα ξυλόλια και το λεγόμενο «μπάζωμα», και ανταγωνιζόμενο την Κωνσταντοπούλου και τον ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθειά του να εκμεταλλευτεί τη διαμαρτυρία, το ΠΑΣΟΚ μετακινείται στα αριστερά, στον χώρο που κολακεύει τις δυνάμεις οι οποίες έχουν καταδικάσει τη χώρα να είναι όμηρος του κρατισμού και της ελάσσονος προσπάθειας.
Το δίλημμα της κανονικότητας ήταν: ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ (ή, έστω, αν δεν βγαίνουν τα κουκιά, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μαζί). Με το δίλημμα αυτό πορεύτηκε η Ελλάδα από το 1974 ως το 2010 – και θα μπορούσε το δίλημμα αυτό να αποκατασταθεί μετά το 2019, αν το ΠΑΣΟΚ αποκαθιστούσε τα μεταρρυθμιστικά του χαρακτηριστικά, αν δηλαδή συνέχιζε να είναι το κόμμα που τα χρόνια της χρεοκοπίας στρατεύτηκε σοβαρά στην προσπάθεια σωτηρίας της χώρας. Με τα χαρακτηριστικά αυτά, μάλιστα, θα απειλούσε σοβαρά τη μονοκρατορία του Μητσοτάκη και θα κρατούσε στελέχη, αντί να διευκολύνει την εκροή τους προς τη ΝΔ.
Προτίμησε, όμως, να συνδεθεί με το ΠΑΣΟΚ των «ωραίων χρόνων» και των συνδικαλιστικών επιδιώξεων. Μοιραία, άφησε τον μεταρρυθμιστικό χώρο στον Μητσοτάκη. Ετσι έγινε πραγματικό το δίλημμα «Μητσοτάκης ή χάος». Κακά τα ψέματα, η ΝΔ έχει το μεταρρυθμιστικό μονοπώλιο.
Κι αν στις επόμενες εκλογές κερδίσει η σημερινή αντιπολίτευση, ενωμένη ή τμηματικά, το βέβαιο είναι ότι θα αποκαθηλωθεί ό,τι, έστω δύσκολα, έχει γίνει κατορθωτό να αλλάξει. Αν επιστρέψουν ισχυρά τα πελατειακά δίκτυα, δεν είναι βέβαιη η τήρηση των δημοσιονομικών δυνατοτήτων του κράτους. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, η όποια αξιολόγηση, τα πρότυπα σχολεία δεν είναι στις προτεραιότητες του ελληνικού προοδευτισμού. Ούτε ένα παραγωγικό Δημόσιο. Θα είναι ολέθριο αν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις γίνουν εσωτερικό ζήτημα. Οι συγκοινωνίες έχουν τα χάλια τους, αλλά δεν ξεχνάμε ότι απόγιναν μετά το κίνημα «Δεν πληρώνω». Και σε έναν αποδιαρθρωμένο κόσμο, είναι απαραίτητες οι εγγυήσεις ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να ανήκει στη Δύση και δεν θα μετατραπεί σε μια βαλκανική Ουγγαρία.
Παρά τις αντιρρήσεις Ανδρουλάκη, το δίλημμα «Μητσοτάκης ή χάος» είναι υπαρκτό. Αν το ΠΑΣΟΚ ενδιαφέρεται, ας το ανατρέψει. Οχι με ευχολόγια. Αλλά με προγραμματικές δεσμεύσεις και πολιτική ωριμότητα.