Οι πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία δεν θα πρέπει να μας εκπλήξουν. Η ιδιαίτερη σημασία που αποδίδουμε στη γειτονική χώρα ως Ελληνες και η ευρεία κάλυψη κάθε μορφής εξελίξεων σε αυτή μας έχει προϊδεάσει ότι όλα μπορούν να συμβούν εκεί και ότι έχουμε ακόμα πολλά να δούμε.

Η αντιπολίτευση, ή τουλάχιστον το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) από το οποίο προέρχεται ο Εκρέμ Ιμάμογλου έχει ανεβάσει σε λεκτικό και ρητορικό επίπεδο τους τόνους κατηγορώντας τον Ερντογάν για πραξικόπημα και ότι ο ίδιος δρα σαν αρχηγός εγκληματικής οργάνωσης, κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει ο Ιμάμογλου.

Αδιαμφισβήτητα ο Ιμάμογλου είναι δημοφιλής και θα μπορούσε να εκθρονίσει τον πρόεδρο Ερντογάν στις επόμενες προεδρικές εκλογές όποτε αυτές διεξαχθούν και εφόσον οι δυο άνδρες το επιδιώξουν.

Η παρατεταμένη οικονομική κρίση δεν ευνοεί την κυβέρνηση, αντιθέτως ενισχύει τον Εκρέμ Ιμάμογλου.

Παράλληλα όμως  βρίσκεται σε εξέλιξη μια τιτάνια προσπάθεια από την κυβερνητική παράταξη για τον πλήρη έλεγχο των αρμών της εξουσίας. Με άλλα λόγια, ήταν δεδομένο ότι οι εξελίξεις θα οδηγούσαν τις δύο πλευρές σε ανοιχτή σύγκρουση.

Ηδη εδώ και μήνες υπάρχουν διώξεις κατά πολλών δημάρχων που ανήκουν στο CHP είτε με κατηγορίες για διαφθορά είτε για συνεργασία με κουρδική τρομοκρατική οργάνωση (το ΡΚΚ).

Πρόσφατα, σε δίκη παραπέμφθηκαν ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών Τουρκίας (TUSIAD) και ο πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του ίδιου συνδέσμου, σε σχέση με επικριτικές απόψεις που εξέφρασαν κατά της κυβέρνησης. Ο στόχος φαίνεται να είναι η περαιτέρω απομόνωση, οικονομική και μη, και περιθωριοποίηση και των κοσμικών δυνάμεων της χώρας.

Αναφορικά με τον Ιμάμογλου του οποίου η δημοφιλία  ξεπερνάει κατά πολύ τα ποσοστά που έλαβε το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα στις βουλευτικές εκλογές του 2023, το ζήτημα είναι πόσο η σπίλωσή του και οι πολλές διώξεις εναντίον του θα φέρουν προ διλημμάτων τους Κούρδους ή/και τους φιλοκουρδικούς ψηφοφόρους του δεδομένου ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια επιχείρηση ειρήνευσης και σύγκλισης με τον ιστορικό ηγέτη των Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), Αμπτουλάχ Οτζαλάν που έχει ζητήσει από να μέλη της οργάνωσής του να τη διαλύσουν και να καταθέσουν τα όπλα.

Η τυχόν κοινοβουλευτική σύμπλευση του φιλοκουρδικού κόμματος DEM με τη Λαϊκή Συμμαχία του κυβερνώντος κόμματος, του ΑΚΠ με το υπερεθνικιστικό Κόμμα Εθνικής Δράσης (MHP) θα βοηθούσε τον Ερντογάν να επιφέρει τις συνταγματικές αλλαγές που επιθυμεί (συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να μπορέσει να διεκδικήσει το αξίωμα του προέδρου εκ νέου) διά της απαραίτητης ενισχυμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Ο οπορτουνισμός του Ερντογάν λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων θα πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί.

Οι ανατροπές των τελευταίων μηνών στη Συρία έχουν ενισχύσει τη δυνατότητα της τουρκικής κυβέρνησης να φέρει τον Οτζαλάν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και τους Κούρδους της Συρίας να προχωρήσουν προς μια προσωρινή σύμπλευση με τη νέα διοίκηση στη Δαμασκό, προβάλλοντας το προφίλ του τούρκου προέδρου ως ο κατάλληλος ηγέτης να χειριστεί τις πολλαπλές εθνικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα.

Επίσης ο Ερντογάν γνωρίζει ότι η Ευρώπη χρειάζεται να συμπράξει με την Τουρκία αναφορικά με την υπό διαμόρφωση αμυντική της θωράκιση και τη στρατηγική της αυτονομία.

Μπροστά σε τέτοιες προκλήσεις, είναι δεδομένο ότι οι αντιδράσεις από πολλούς ευρωπαίους ηγέτες για τα δρώμενα στην Τουρκία θα είναι ήπιες. Τέλος, τον εξυπηρετεί και ο τωρινός ένοικος του Λευκού Οίκου που φαίνεται να κλείνει το μάτι σε αυταρχικούς ηγέτες και καθεστώτα.

Ως εκ τούτου, το αβέβαιο σκηνικό αναφορικά με τις διεθνείς εξελίξεις και τα πολλά ερωτήματα που προκύπτουν σχετικά με τη στάση της διοίκησης Τραμπ προς συμμάχους, εταίρους και εχθρούς των ΗΠΑ πρέπει να ανησυχεί την τουρκική κυβέρνηση που βιάζεται να κλείσει μέτωπα είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, είτε με προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου πολιτικού πλειοψηφικού μετώπου μαζί με τους Κούρδους και την ταυτόχρονη απομόνωση των κοσμικών δυνάμεων (συμπεριλαμβανομένου και του Ιμάμογλου), είτε με την εποικοδομητική στάση στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό όπως φάνηκε από την πρόσφατη πενταμερή συνάντηση στη Γενεύη, είτε με τη προσέγγιση με την Ευρώπη της οποίας έχει ανάγκη των αγορών της, των κονδυλίων της και των επενδύσεών της.

Είναι ακόμα σχετικά νωρίς να προβλέψει κανείς την κατάληξη αυτής της εξέλιξης δεδομένου ότι θα κλιμακωθούν οι αντιδράσεις της αντιπολιτεύσεως με τη χθεσινή διεξαγωγή της ψηφοφορίας για την υποψηφιότητα του Ιμάμογλου για την προεδρία της χώρας και με το έκτακτο συνέδριο στις 6 Απριλίου εν μέσω εισαγγελικών ερευνών για τη νομιμότητα των αποφάσεων του προηγούμενου συνεδρίου (Νοέμβριος 2023).

Ναι, τρέχει πια και τέτοια έρευνα. Πάρα ταύτα, η ιστορία δείχνει ότι η κυβέρνηση λογικά θα κάμψει τις αντιδράσεις και με βίαιη καταστολή εάν χρειαστεί.

Η διαρκή διολίσθηση του καθεστώτος Ερντογάν προς τον αυταρχισμό και η κατάλυση κάθε έννοιας κράτους δικαίου μπορεί να βαθαίνει την απόκλιση της χώρας από το ευρωπαϊκό αξιακό οικοδόμημα αλλά η έλευση ενός νέου σερίφη στην Ουάσιγκτον, οι φιλοδοξίες ενός δημοφιλή δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και οι ματαιοδοξίες του Ταγίπ Ερντογάν για την ανάγκη (πολιτικής αλλά και ιδεατής) άλωσης της Πόλης και την επιβολή του οράματός του για την Τουρκία του μέλλοντος έχουν οδηγήσει τη χώρα στο σημερινό μπρα ντε φερ.

Ο Δημήτρης Τριανταφύλλου είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθυντής Προγραμμάτων στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)