Η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι μια έξυπνη γυναίκα. Τουλάχιστον, όπως αντιλαμβάνομαι εγώ την εξυπνάδα. Δηλαδή, να είναι το άμεσο απότοκό της η επίτευξη των στόχων. Τώρα το ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι και τι μέσα χρησιμοποιούνται για να πραγματοποιηθούν είναι κάτι που δεν έχει να κάνει με την εξυπνάδα αλλά με ένα πολύ ευρύ φάσμα αρχών, αξιών και εσώψυχων. Που καλύπτει από την ηθική έως την αισθητική. Για να επιστρέψω στην πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας ωστόσο, θεωρώ ότι έχει μείνει κολλημένη σε ένα στάδιο της προεφηβείας, άντε και της πρώτης εφηβείας. Τότε που νομίζαμε ότι το «Κάνε σαματά, πάνω – κάτω φέρ’ τα…», για να θυμηθούμε και τον μέγα Πασχάλη Τερζή, ήταν ένδειξη προσωπικότητας ενώ η τσουγκρανάτη αγένεια και η πρόκληση κατάδειξη ανεξάρτητης σκέψης.

Πολύ συχνά, στα νέα παιδιά, αυτές οι συμπεριφορές καλλιεργούνται και από τους γονείς ως χαριτωμενιές. Εχω, για παράδειγμα, έναν αγαπημένο ξάδερφο που, όταν ήταν μικρός (μιλάμε για δεκαετία του 1970), στις οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις ξεμπρόστιαζε τις ηλικίες των κυριών που ακόμη τότε (μην πω και τώρα) ήταν ταμπού. «Εσύ δεν είσαι του ’33 που λες, είσαι του ’27. Και εσύ, όταν σε παντρεύτηκε ο θείος, ήσουν 28, όχι 22». Οι κυρίες άναυδες, ενώ η μητέρα του και ο πατέρας του, που προφανώς τον τροφοδοτούσαν με τις ληξιαρχικές πληροφορίες, χασκογελούσαν. «Αχου το, τι ωραία που τα λέει».

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, από την αρχή της πολιτικής της καριέρας, υιοθέτησε αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι πρόκειται περί «υιοθεσίας» αλλά περί εγγενούς κατάστασης. Και ίσως να επιβεβαιώνει τον θείο Ζίγκμουντ που πίστευε ότι η μορφή και η σωματοδομή μας είναι το πεπρωμένο μας. Οταν βλέπεις αυτή τη φιγούρα να εισβάλλει σε έναν χώρο, λες «δεν μπορεί, κάτι θα γίνει». Δηλαδή σαματάς. Αυτό ξέρει, αυτό κάνει. Κάτι το οποίο αποτυπώνεται σε εκείνο το αδιανόητο ενδυματολογικό colour blocking στην ορκωμοσία της το 2015 μέχρι το χθεσινό επεισόδιο κατά το οποίο, στην παρέλαση στη Λάρισα, δεν έδωσε το χέρι στον αντιπρόσωπο της κυβέρνησης, υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Χρήστο Κέλλα. Και έμεινε ο Κέλλας με το χέρι απλωμένο και εκείνη, ως «ωραία αδιάφορη», αγέρωχη μέσα στο κατακόκκινο παλτό της, ανάμεσα στον κόσμο και όχι στην εξέδρα των επισήμων. Ας με πείσει τώρα εμένα κάποιος ότι η επιλογή του χρώματος του παλτού ήταν τυχαία και ότι το στιγμιότυπο δεν ήταν προμελετημένο.

Ενδιάμεσα έχουν μεσολαβήσει πολλά. Εκείνα τα «Τι είπατε;», οι ολονυχτίες στη Βουλή το καλοκαίρι του ’15, οι ντουντούκες όταν έθεσε εαυτήν εκτός ΣΥΡΙΖΑ, το επεισόδιο στο Δίστομο το ’17 όταν «απαγόρευε» στον γερμανό πρέσβη να καταθέσει στεφάνι μέχρι που τον πήρε από το χέρι ο Μανώλης Γλέζος και τον οδήγησε στο μνημείο. Με τούτα και μ’ εκείνα, η Κωνσταντοπούλου είναι κάτι σαν τους ανιματέρ στα παιδικά πάρτι. Εξασφαλίζει τον σαματά, το happening, το σωστό, το αντισυστημικό σε συστημικές εκδηλώσεις και παρελάσεις.

Η δεύτερη θέση

Με τούτα και μ’ εκείνα, το κόμμα της Κωνσταντοπούλου (που δεν υπάρχει κόμμα δηλαδή, για one woman’s show πρόκειται μεταφορικά και κυριολεκτικά) είναι, δημοσκοπικά, στη δεύτερη θέση. Αναμενόμενο; Απόλυτα. Σε μια εποχή που οι μάζες δεν σαγηνεύονται από ιδεολογίες αλλά από την αναμόχλευση του θυμικού, τι πιο φυσικό να στρέφονται σε μια γυναίκα που κάνει σαματά για τον σαματά και παίζει κατά βούληση με τα σύμβολα και τη δεοντολογία. Είναι το σημείο όπου κουμπώνει η ψυχολογία ενός μεγάλου ποσοστού πολιτών. «Πες τα, ρε Ζωή». Υπάρχει περίπτωση το κόμμα να φτάσει μέχρι εξουσία; Καμία. Ούτε η ίδια το θέλει άλλωστε διότι ξέρει πως αυτό είναι μακράν των ικανοτήτων της. Πώς θα προβοκάρει την εξουσία όταν θα γίνει η ίδια εξουσία; Εκεί έγκειται η εξυπνάδα της. Εξάλλου το τραγούδι με τον Τερζή σε μουσική και στίχους Χρήστου Δάντη λέει παρακάτω: «Κάν’ τα ρημαδιό ή με ψυχραιμία / φτάσε ως τη γωνία, πες αντίο και άντε γεια». Ζωή είναι, θα περάσει.