Τα γάλατα σφίξανε. Εως πριν από λίγα χρόνια, την επομένη των εθνικών επετείων και παρελάσεων, τα θέματα που συζητούσαμε ήταν, κατά βάση, ενδυματολογικά. Πόσο κοντές ήταν οι φούστες των παρελαυνουσών μαθητριών, πόσο ψηλά τα τακούνια τους, μια καθηγήτρια με ύφος, τσαχπινιά και ντύσιμο «μια κυρία στα μπουζούκια». Αντε να ανεβάζαμε και καμιά φωτογραφία με υπερήφανους σημαιοφόρους παιδιά από άλλες πατρίδες για να διατρανώσουμε το «Ελληνες είναι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας» του Ισοκράτη. Ωστόσο, οι εποχές της αθωότητας και της γραφικότητας παρήλθαν, αφήνοντάς μας, ως παρακαταθήκη, τις κάλτσες του Προέδρου της Βουλής (έχω ολόιδιες, αλλά δεν τις πολυφοράω διότι με κόβουν στον αστράγαλο). Τα απόνερα της φετινής επετείου είχαν διαστάσεις που, κατά τη γνώμη μου, είναι πιο ουσιαστικές.

Αστραψε και βρόντηξε λοιπόν η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη με την κατάσταση βοηθητικού κτιρίου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας, που συνορεύει μάλιστα με αρχαιολογικό χώρο. Μουντζουρωμένοι τοίχοι εξωτερικά (γιατί γκραφίτι δεν τις λες αυτές τις πεταμένες μπογιές), ένα κακογραμμένο «Πόρνες» να καλωσορίζει τον επισκέπτη, στέγη που έχει καταρρεύσει, ρημάδια και ποντίκια εσωτερικά, αγριόχορτα ανάμεσα σε πλάκες, απροσπέλαστη σχεδόν η πρόσβαση στον αρχαιολογικό χώρο λόγω κατάστασης «ζούγκλας», σφουγγαρίστρες και κουβάδες σε κοινή θέα. Και τα έσουρε on camera στην προϊσταμένη της Εφορείας Αλκηστη Παπαδημητρίου, πολύ καλή επιστήμονα, όπως έμαθα, και προσωπική φίλη της υπουργού.

Ας το φανταστώ αλλιώς. Να επισκεπτόταν τον χώρο ένας πολίτης και να έβλεπε το χάλι το μαύρο και το ρημαδιό. Θα έβγαζε αυτοστιγμεί το κινητό και θα κατέγραφε τα ντοκουμέντα της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας. Και κλικ από ‘δώ, και κλικ από ‘κεί, και να οι αναρτήσεις στα σόσιαλ μίντια, και να τα σχόλια, και «Ορίστε η κατάντια της Ελλάδας», και «Θα τα βλέπουν οι ξένοι και θα γελάνε». Αν μάλιστα ο αυτόπτης μάρτυρας υποστήριζε κόμμα της αντιπολίτευσης, μπορεί να πήγαινε η επί τιμή «αρχαιολόγος» Ραλλία Χρηστίδου για να κάνει αυτοψία και να εκφράσει, κάθετα και αμείλικτα, τον αποτροπιασμό της. Ενώ ένα «Τι κάνει το υπουργείο;» θα πλανιόταν πάνω από τη χώρα.

Να λοιπόν που το υπουργείο έκανε. Η υπουργός εξανέστη και τα είπε χύμα και τσεκουράτα. Στην αιτιολογία ότι η επισκευή του κτιρίου είχε κόστος 45.000 ευρώ, απάντησε για εκατομμύρια που έχουν δοθεί τα τελευταία χρόνια στη συγκεκριμένη Εφορεία. Είδαμε δηλαδή καταγεγραμμένο από τις κάμερες αυτό που υποτίθεται ζητάνε οι πολίτες εδώ και πολλά χρόνια. Να μην υπάρχουν συγκαλύψεις, να γίνονται όλα στο φως, να μη μαραζώνουν δημόσιες εγκαταστάσεις, να συντηρούνται σωστά με τα ποσά που διατίθενται γι’ αυτόν τον σκοπό. Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων ωστόσο θεώρησε το περιστατικό νοσηρό «…αντιπροσωπευτικό παράδειγμα εργασιακής βίας και παρενόχλησης στον χώρο εργασίας…». Διότι η επίπληξη έγινε δημόσια.

Μιλάμε για επιτομή συντεχνιακής κατάχρησης. Και ιδεοληπτικής εμμονής. Για έμμεση υποστήριξη του μπάχαλου που αντικρίζουν οι επισκέπτες του συγκεκριμένου αρχαιολογικού χώρου. Για ανοχή της αναποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης. Και αυτή πολύ φοβάμαι ότι είναι μια τρέχουσα αντίληψη. Να αλλάξουν, δηλαδή, τα πάντα εκτός από εμάς.

Καραγκιοζιλίκια

Ενα άλλο απόνερο της εθνικής επετείου, η κυρία που ο επαναστατικός της οίστρος την έφερε μέχρι το φυλάκιο στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Το βίντεο τη δείχνει να προσπαθεί να κολλήσει κάτι στην εξωτερική πλευρά του φυλακίου. Ο επόπτης προσπαθεί να την απομακρύνει, γίνεται ψιλοτζέρτζελο. Εκείνη βγάζει έναν μαρκαδόρο και προσπαθεί να γράψει κάτι στα σκαλιά του μνημείου. Φεύγει και επανέρχεται μέχρι να απομακρυνθεί.

Εχω την εντύπωση ότι, στις μέρες μας, άνθρωποι που έχουν περάσει προ πολλού τα πρώτα στάδια της ενηλικίωσης θυμούνται ότι δεν έκαναν, τότε που έπρεπε να την κάνουν, την «επανάσταση» κόντρα στους γονείς τους. Και την κάνουν τώρα κόντρα σε ό,τι τους είναι πιο εύκολο. Ολο αυτό θα ήταν γραφικό αν δεν υπήρχε η πληροφορία ότι η εν λόγω κυρία δουλεύει στη Βουλή. Προχθές προσπάθησε να «παίξει» με τους μαρκαδόρους της στην «αυλή». Αύριο;