Ο αρχισυντάκτης του The Atlantic, Τζέφρεϊ Γκόλντμπεργκ, που προστέθηκε σε μια ομαδική συνομιλία του Λευκού Οίκου στο Signal, έχει υπηρετήσει στις ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ και έχει εξοργίσει τον Τραμπ.
Αν και το πώς ακριβώς ο Τζέφρεϊ Γκόλντμπεργκ βρέθηκε σε μια ομαδική συνομιλία του Signal όπου στελέχη της κυβέρνηση τους Ντόναλντ Τραμπ συζητούσαν τα μυστικά σχέδια βομβαρδισμού της Υεμένης παραμένει μυστήριο, η μοίρα μοιάζει να συνωμότησε για να προστεθεί ο δημοσιογράφος στο φόρουμ που έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα το Λευκό Οίκο σχολιάζει ο The Guardian.
«Δύσκολα θα μπορούσαν να επιλέξουν έναν πιο κατάλληλο υποψήφιο» σημειώνει το άθρο για τον Γκόλντμπεργκ, αρχισυντάκτη του The Atlantic, και ένα πρόσωπο που ήδη από πριν από το Signalgate ήταν κόκκινο πανί για τον Ντόναλντ Τραμπ και τον κύκλο του.
Όσο ο Γκόλντμπεργκ δέχεται επιθέσεις από τους MAGA, την ίδια στιγμή επικρίνεται ευρέως από ορισμένους σε αριστερά ΜΜΕ για τις απόψεις του για το Ισραήλ, το παρελθόν του στον ισραηλινό στρατό και τις μάλλον δεξιές απόψεις του για το Ιράν και την υποστήριξή του στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ.
View this post on Instagram
Ωστόσο, από τότε που έγινε αρχισυντάκτης του The Atlantic το 2016, o Γκόλντμπεργκ έχει στο ενεργητικό του σειρά από άρθρα και αποκαλύψεις που εκθέτουν τον Τραμπ με τον ίδιο να πρωτοστατεί στο είδος της δημοσιογραφίας που απεχθάνεται το κίνημα των MAGA.
«Απόβρασμα»
Ο Ντόναλντ Τραμπ τον αποκάλεσε «αποτυχημένο» και «άθλιο», ενώ ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Μάικ Γουόλτζ που φαίνεται να ήταν αυτός που προσκάλεσε τον δημοσιογράφο στην ομαδική συνομιλία τον χαρακτήρισε «ψεύτη» και «το κατώτερο απόβρασμα των δημοσιογράφων». Ο τελευταίος υπαινίχθηκε μάλιστα ότι ο δημοσιογράφος ίσως είχε «μπει με δόλιους τρόπους στο group chat» σε μια συνέντευξη την Τρίτη με τη Λόρα Ίνγκραχαμ στο Fox News.
Ο υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, χαρακτήρισε τον Γκόλντμπεργκ ως «δόλιο και εξαιρετικά απαξιωμένο δήθεν δημοσιογράφο που έχει κάνει το επάγγελμα του μια φαρσοκωμωδία» με τη σειρά ad-honimem επιθέσεων στο πρόσωπο του να μοιάζουν ενορχηστρωμένες στοχεύοντας στη δολοφονία χαρακτήρα και την απαξίωση του δημοσιογράφου.
View this post on Instagram
Ωστόσο αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Ο Τραμπ και ο κύκλος του έχουν επιτεθεί ξανά στο παρελθόν για όσα έχει αποκαλύψει ο Γκόλντμπεργκ και το The Atlantic στο παρελθόν.
Κατά τη διάρκεια της περσινής προεκλογικής εκστρατείας, ο Τραμπ αντέδρασε με μανία σε ένα άρθρο του Γκόλντμπεργκ όπου ο στρατηγός εν αποστρατεία Τζον Κέλι, ο οποίος διετέλεσε προσωπάρχης του Λευκού Οίκου στην κυβέρνηση Τραμπ, περιέγραφε πώς ο Τραμπ ήθελε να έχει στρατηγούς απόλυτα πιστούς στον ίδιο, όπως «οι στρατηγοί του Χίτλερ».
Ο Τραμπ είχε εκφράσει ξανά δυσαρέσκεια για άλλο άρθρο του Γκόλντμπεργκ που δημοσιεύτηκε το 2020 σύμφωνα με το οποίο ο Τραμπ «περιφρονούσε τους νεκρούς Αμερικανούς στρατιωτικούς που είχαν θαφτεί σε ένα γαλλικό νεκροταφείο ως κορόιδα και ηττημένοι».

Η εχθρότητα του Τραμπ στο πρόσωπο του επιδεινώθηκε από την καλή σχέση που φέρεται να έχει ο Γκόλντμπεργκ με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα.
Ο Ομπάμα παραχώρησε στον Γκόλντμπεργκ πέντε συνεντεύξεις κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, οι οποίες επαινέθηκαν ευρέως από τους κύκλους της Ουάσιγκτον.
Στην υπηρεσία των IDF
Γεννημένος στο Μπρούκλιν από Εβραίους γονείς, ο 60χρονος Γκόλντμπεργκ σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, αλλά έφυγε πριν αποφοιτήσει, σύμφωνα με μια αναφορά του 2011 στην εφημερίδα της πανεπιστημιούπολης, για να μετακομίσει στο Ισραήλ.

Εντάχθηκε στις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF), υπηρετώντας ως φρουρός σε μια φυλακή που κρατούσε Παλαιστίνιους κρατούμενους κατά την πρώτη ιντιφάντα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Στα απομνημονεύματά του περιέγραψε ότι ήταν μάρτυρας των ξυλοδαρμών κρατουμένων.
Οι σχέσεις του με το Ισραήλ έχουν οδηγήσει σε κάποια από τα πιο αποκαλυπτικά του άρθρα. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το cover story του The Atlantic το 2010 που προέβλεπε ότι το Ισραήλ θα χτυπούσε τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν εντός ενός έτους για να αναχαιτίσει τα πλάνα του καθεστώτος της Τεχεράνης.
Αν και η πρόβλεψη του δεν επιβεβαιώθηκε, πολιτικοί αναλυτές λένε ότι ο αντίκτυπος του άρθρου «μπορεί να ώθησε την κυβέρνηση Ομπάμα να εντείνει την πίεση στην Τεχεράνη να διαπραγματευτεί το πυρηνικό της πρόγραμμα, κάτι που τελικά οδήγησε σε μια συμφωνία το 2015 την οποία αργότερα ο Τραμπ αποκήρυξε».
«Γενναίος»
Παρά τις φιλοισραηλινές θέσεις του, ο Γκόλντμπεργκ κέρδισε τα εύσημα από συναδέλφους δημοσιογράφους για τη «γενναιότητα του να πάρει συνέντευξη από ισλαμιστές που είχαν χαρακτηριστεί τρομοκράτες από τις δυτικές κυβερνήσεις».
Δύο άρθρα του στο New Yorker το 2002, με τίτλο In the Party of God, έριξαν φως στους μηχανισμούς και τις δυναμικές της Χεζμπολάχ, της σιιτικής παραστρατιωτικής και πολιτικής οργάνωση με βάση τον Λίβανο που συστάθηκε πρωταρχικά για να αντιμετωπίσει το Ισραήλ.
Ο Γκόλντμπεργκ βασίστηκε σε προσωπικές συνεντεύξεις με μέλη της οργάνωσης που έγιναν στην κοιλάδα Μπεκάα.
Από την άλλη, ο Γκόλντμπεργκ επικρίθηκε για άλλο άρθρο του στο New Yorker την ίδια χρονιά, το οποίο υποδήλωνε ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν αποτελούσε σημαντική απειλή για τις ΗΠΑ με όπλα μαζικής καταστροφής που στη συνέχεια δεν βρέθηκαν ποτέ μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003.
Αμφιλεγόμενος και μαχητικός, συνάδελφοι του Γκόλντμπεργκ τον υπερασπίζονται λέγοντας ότι η διαχείριση εκ μέρους του του σκανδάλου Signalgate «επιβεβαιώνει το ταλέντο και το θάρρος του ως δημοσιογράφος καθώς η έκδοση που ηγείται είναι περικυκλωμένη από μία εχθρική διοίκηση που είναι απελπισμένη για να τον κρατήσει σιωπηλό».
«Όπως είναι ξεκάθαρο στο άρθρο του στο The Atlantic, δεν δίνει καμία άκρως απόρρητη πληροφορία, οτιδήποτε θα έθετε σε κίνδυνο τους συμμετέχοντες», είπε ο Tζέι Τόλσον, συντάκτης ενός περιοδικού πολιτιστικής επιθεώρησης στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια και συνάδελφος του Γκόλντμπεργκ στην Ουάσινγτον στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
«Είναι ένας πολύ γενναίος τύπος και, ξέρετε, πρόθυμος να πει την αλήθεια» ξεκαθάρισε.
Το Signalgate έχει συνταράξει τις ΗΠΑ με τον Τραμπ και την κυβέρνηση του να το υποβαθμίζουν «επιτιθέμενοι στη δημοσιογραφία και τον εχθρικό Τύπο».