Χθες ήταν η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, αλλά η πραγματικότητα με τράβηξε από το μανίκι στους αρχαιολογικούς χώρους της Αργολίδας. Τι είναι όμως 24 ώρες μπροστά στη δύναμη και την παγκοσμιότητα του θεάτρου; Το οποίο, στη χώρα μας, περνά μια περίοδο ακμής. Οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια και, στην προκειμένη περίπτωση, λένε ότι τους χειμερινούς μήνες πάνω από 28.000 άνθρωποι καθημερινά, στον αστικό ιστό της Αττικής, πλένονται (εντάξει, όχι πάντα), ντύνονται (τουλάχιστον αυτό είναι απαραίτητο) και πάνε να δούνε κάποια παράσταση. Και μιλάμε για ένα κοινό οριζόντιο. Από νέα παιδιά με εφτά κρίκους στο κάθε ρουθούνι μέχρι κυρίες με λουλακί μαλλιά και μποξ τσάντες. Το ρεπερτόριο είναι τεράστιο κι ο καθένας θα βρει ένα έργο να «κρεμάσει» τα θέματά του.

Τι είναι το θέατρο; Μια ανάγκη παραστατικής έκφρασης μέσω του ποιητικού λόγου, θα μπορούσαμε να πούμε. Και αυτή η ανάγκη είναι τόσο από την πλευρά του δημιουργού όσο και από την πλευρά του θεατή. Ο οποίος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα μια ιστορία που έχει γραφτεί πριν από εκατοντάδες ή ακόμη και χιλιάδες χρόνια και ξέρει πολύ καλά το τέλος της και την τύχη των ηρώων της. Και η οποία ιστορία, αυτή καθαυτήν, άλλοτε είναι ένα θρίλερ όπως στις αρχαίες τραγωδίες, αλλά πολύ συχνά μπορεί και να μην έχει ίχνος σασπένς. Συναρπαστική την κάνει ο τρόπος που τη διαχειρίζονται οι ρόλοι του έργου με τελικό αποδέκτη τον θεατή.

Τι συναρπαστικό δηλαδή συμβαίνει στις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ; Πλήξη και ανία στη ρωσική επαρχία, ζωές που σέρνονται σαν το κάρο στις λάσπες, αφόρητη μονοτονία που διαταράσσεται μόνο από τα πηγαινέλα των στρατιωτικών. Οταν όμως η Ιρίνα λέει «Στη Μόσχα, αδελφές μου, στη Μόσχα» – την πιο διάσημη φράση του έργου –, ο θεατής νιώθει, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιεί, ότι η μικρή αδελφή αναφέρεται όχι σε ένα γεωγραφικό σημείο αλλά σε ένα ψυχικό τοπίο, σε κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ. Ενα όνειρο που θα μένει μετέωρο και που τον παραπέμπει στις δικές του ματαιώσεις. Διότι το θέατρο είναι, πρωτίστως, ανθρωποκεντρικό. Το τι συμβαίνει στο περιβάλλον είναι η πρόφαση, η σύμβαση, που θα προκαλέσει τις αντιδράσεις των ηρώων. Και αν ανατρέξουμε στα σπουδαία θεατρικά έργα, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η πρόφαση είναι συνήθως υποφωτισμένη και αποσπασματική, ώστε να αναδεικνύονται οι ρόλοι. Διότι το θέατρο «σημαίνει», δεν καταγγέλλει. Είναι δραματουργία, όχι μανιφέστο. (Ελα όμως που δεν μπορώ να βρω καλύτερο μανιφέστο για τον παλιό κόσμο που καταρρέει από τον «Βυσσινόκηπο», κι ας μην το αναφέρει ξεκάθαρα ο Τσέχοφ).

Ετσι, διαβάζοντας το μήνυμα του Θεόδωρου Τερζόπουλου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, είχα την εντύπωση ότι ο σπουδαίος μας σκηνοθέτης και δάσκαλος επέλεξε να εναρμονιστεί με το θυμικό των ημερών μας – κάτι βέβαια που είναι απόλυτο δικαίωμά του. Ζητά να στρέψει το θέατρο τους προβολείς του στην εποχή μας, αναφέρεται και στην οικολογική κρίση. Ετσι όμως ένα έργο απεμπολεί τη διαχρονικότητά του. Που είναι η αξία αλλά και η ουσία του θεάτρου. Να υπονοήσεις το σύγχρονο πρόβλημα, μιλώντας όμως για κάτι άλλο.

Τι συμβαίνει με

τους ιατροδικαστές

Αντιλαμβάνομαι μεγάλη κινητικότητα – για να το πω κομψά – στον χώρο της Ιατροδικαστικής στην Ελλάδα. Αλλοι πάνε, άλλοι έρχονται, άλλοι παύονται, άλλοι διαμαρτύρονται, άλλοι αποσύρουν τη διαμαρτυρία τους, άλλοι αστράφτουν και βροντούν, το υπουργείο Δικαιοσύνης επεμβαίνει με αποφάσεις – τομή, όπως λένε οι γνωρίζοντες. Και αυτή η κινητικότητα δείχνει ένα βαθύ πρόβλημα σε αυτόν τον χώρο.

Μα στην Ιατροδικαστική; Εκεί δηλαδή που συναντώνται οι πιο «ιερές» επιστήμες; Αυτή που ασχολείται με το θαύμα του ανθρώπινου οργανισμού και εκείνη που προασπίζει τη δικαιοσύνη;